ουσιαστικοποιώ
Greek
Verb
ουσιαστικοποιώ • (ousiastikopoió) (past ουσιαστικοποίησα, passive ουσιαστικοποιούμαι)
- (grammar, linguistics) to substantivise, nominalise (UK), substantivize, nominalize (US)
Conjugation
ουσιαστικοποιώ, ουσιαστικοποιούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | ουσιαστικοποιήσω | ουσιαστικοποιούμαι | ουσιαστικοποιηθώ | |
| 2 sg | ουσιαστικοποιείς | ουσιαστικοποιήσεις | ουσιαστικοποιείσαι | ουσιαστικοποιηθείς |
| 3 sg | ουσιαστικοποιεί | ουσιαστικοποιήσει | ουσιαστικοποιείται | ουσιαστικοποιηθεί |
| 1 pl | ουσιαστικοποιούμε | ουσιαστικοποιήσουμε, [-ομε] | ουσιαστικοποιούμαστε, ουσιαστικοποιόμαστε | ουσιαστικοποιηθούμε |
| 2 pl | ουσιαστικοποιείτε | ουσιαστικοποιήσετε | ουσιαστικοποιείστε, (ουσιαστικοποιόσαστε) | ουσιαστικοποιηθείτε |
| 3 pl | ουσιαστικοποιούν(ε) | ουσιαστικοποιήσουν(ε) | ουσιαστικοποιούνται | ουσιαστικοποιηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | ουσιαστικοποιούσα | ουσιαστικοποίησα | ουσιαστικοποιούμουν(α), ουσιαστικοποιόμουν(α) | ουσιαστικοποιήθηκα |
| 2 sg | ουσιαστικοποιούσες | ουσιαστικοποίησες | [ουσιαστικοποιούσουν(α)], ουσιαστικοποιόσουν(α) | ουσιαστικοποιήθηκες |
| 3 sg | ουσιαστικοποιούσε | ουσιαστικοποίησε | ουσιαστικοποιούνταν, ουσιαστικοποιόταν(ε), {ουσιαστικοποιείτο} | ουσιαστικοποιήθηκε |
| 1 pl | ουσιαστικοποιούσαμε | ουσιαστικοποιήσαμε | ουσιαστικοποιούμασταν, (‑ούμαστε), ουσιαστικοποιόμασταν, (‑όμαστε) | ουσιαστικοποιηθήκαμε |
| 2 pl | ουσιαστικοποιούσατε | ουσιαστικοποιήσατε | [ουσιαστικοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], ουσιαστικοποιόσασταν, (‑όσαστε) | ουσιαστικοποιηθήκατε |
| 3 pl | ουσιαστικοποιούσαν(ε) | ουσιαστικοποίησαν, ουσιαστικοποιήσαν(ε) | ουσιαστικοποιούνταν, ουσιαστικοποιόνταν(ε), (ουσιαστικοποιόντουσαν), {ουσιαστικοποιούντο} | ουσιαστικοποιήθηκαν, ουσιαστικοποιηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα ουσιαστικοποιήσω ➤ | θα ουσιαστικοποιούμαι ➤ | θα ουσιαστικοποιηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ουσιαστικοποιείς, … | θα ουσιαστικοποιήσεις, … | θα ουσιαστικοποιείσαι, … | θα ουσιαστικοποιηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ουσιαστικοποιήσει έχω, έχεις, … ουσιαστικοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ουσιαστικοποιηθεί είμαι, είσαι, … ουσιαστικοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ουσιαστικοποιήσει είχα, είχες, … ουσιαστικοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ουσιαστικοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … ουσιαστικοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ουσιαστικοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ουσιαστικοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ουσιαστικοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ουσιαστικοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | ουσιαστικοποίησε | — | ουσιαστικοποιήσου |
| 2 pl | ουσιαστικοποιείτε | ουσιαστικοποιήστε | ουσιαστικοποιείστε | ουσιαστικοποιηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | ουσιαστικοποιώντας ➤ | ουσιαστικοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας ουσιαστικοποιήσει ➤ | ουσιαστικοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | ουσιαστικοποιήσει | ουσιαστικοποιηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- ουσιαστικό (ousiastikó, “substantive, noun”)