ποταμακιού
Greek
Noun
ποταμακιού
• (
potamakioú
)
n
genitive singular of
ποταμάκι
(
potamáki
)
Μάλιστα του 'χε κολλήσει κι επίθετο τ' όνομα ενός
ποταμακιού
που περνούσε έξω απ' το χωριό του.