πραγματοποιώ
Greek
Etymology
Learnedly from πραγματ- (pragmat-) + -ο- (-o-) + -ποιώ (-poió).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /pɾaɣ.ma.to.piˈo/
- Hyphenation: πραγ‧μα‧το‧ποι‧ώ
Verb
πραγματοποιώ • (pragmatopoió) (past πραγματοποίησα, passive πραγματοποιούμαι, p‑past πραγματοποιήθηκα)
- to make real, to realize, to fulfil
- to carry out, to effect, to effectuate, to perform
- Synonym: εκτελώ (ekteló)
Conjugation
πραγματοποιώ, πραγματοποιούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | πραγματοποιήσω | πραγματοποιούμαι | πραγματοποιηθώ | |
| 2 sg | πραγματοποιείς | πραγματοποιήσεις | πραγματοποιείσαι | πραγματοποιηθείς |
| 3 sg | πραγματοποιεί | πραγματοποιήσει | πραγματοποιείται | πραγματοποιηθεί |
| 1 pl | πραγματοποιούμε | πραγματοποιήσουμε, [-ομε] | πραγματοποιούμαστε, πραγματοποιόμαστε | πραγματοποιηθούμε |
| 2 pl | πραγματοποιείτε | πραγματοποιήσετε | πραγματοποιείστε, (πραγματοποιόσαστε) | πραγματοποιηθείτε |
| 3 pl | πραγματοποιούν(ε) | πραγματοποιήσουν(ε) | πραγματοποιούνται | πραγματοποιηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | πραγματοποιούσα | πραγματοποίησα | πραγματοποιούμουν(α), πραγματοποιόμουν(α) | πραγματοποιήθηκα |
| 2 sg | πραγματοποιούσες | πραγματοποίησες | [πραγματοποιούσουν(α)], πραγματοποιόσουν(α) | πραγματοποιήθηκες |
| 3 sg | πραγματοποιούσε | πραγματοποίησε | πραγματοποιούνταν, πραγματοποιόταν(ε), {πραγματοποιείτο} | πραγματοποιήθηκε |
| 1 pl | πραγματοποιούσαμε | πραγματοποιήσαμε | πραγματοποιούμασταν, (‑ούμαστε), πραγματοποιόμασταν, (‑όμαστε) | πραγματοποιηθήκαμε |
| 2 pl | πραγματοποιούσατε | πραγματοποιήσατε | [πραγματοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], πραγματοποιόσασταν, (‑όσαστε) | πραγματοποιηθήκατε |
| 3 pl | πραγματοποιούσαν(ε) | πραγματοποίησαν, πραγματοποιήσαν(ε) | πραγματοποιούνταν, πραγματοποιόνταν(ε), (πραγματοποιόντουσαν), {πραγματοποιούντο} | πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα πραγματοποιήσω ➤ | θα πραγματοποιούμαι ➤ | θα πραγματοποιηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα πραγματοποιείς, … | θα πραγματοποιήσεις, … | θα πραγματοποιείσαι, … | θα πραγματοποιηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … πραγματοποιήσει έχω, έχεις, … πραγματοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … πραγματοποιηθεί είμαι, είσαι, … πραγματοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … πραγματοποιήσει είχα, είχες, … πραγματοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … πραγματοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … πραγματοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … πραγματοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … πραγματοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … πραγματοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … πραγματοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | πραγματοποίησε | — | πραγματοποιήσου |
| 2 pl | πραγματοποιείτε | πραγματοποιήστε | πραγματοποιείστε | πραγματοποιηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | πραγματοποιώντας ➤ | πραγματοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας πραγματοποιήσει ➤ | πραγματοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | πραγματοποιήσει | πραγματοποιηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- πραγματοποίηση f (pragmatopoíisi)
- πραγματοποιήσιμος (pragmatopoiísimos)
Related terms
- see: πράγμα n (prágma)
References
- ^ πραγματοποιώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language