προβληματίζω
Greek
Etymology
The active voice is a back-formation from Byzantine Greek προβληματίζομαι (problēmatízomai).[1] By surface analysis, προβληματ- (provlimat-, stem of πρόβλημα (próvlima)) + -ίζω (-ízo).
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.vli.maˈti.zo/
- Hyphenation: προ‧βλη‧μα‧τί‧ζω
Verb
προβληματίζω • (provlimatízo) (past προβλημάτισα, passive προβληματίζομαι, p‑past προβληματίστηκα, ppp προβληματισμένος)
- (transitive) to concern, to trouble
- (passive voice) to be concerned, to have concerns, to be troubled
- (passive voice) to wonder (to ponder; to feel doubt and curiosity; to query in the mind)
Conjugation
προβληματίζω προβληματίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | προβληματίσω | προβληματίζομαι | προβληματιστώ | |
| 2 sg | προβληματίζεις | προβληματίσεις | προβληματίζεσαι | προβληματιστείς |
| 3 sg | προβληματίζει | προβληματίσει | προβληματίζεται | προβληματιστεί |
| 1 pl | προβληματίζουμε, [‑ομε] | προβληματίσουμε, [‑ομε] | προβληματιζόμαστε | προβληματιστούμε |
| 2 pl | προβληματίζετε | προβληματίσετε | προβληματίζεστε, προβληματιζόσαστε | προβληματιστείτε |
| 3 pl | προβληματίζουν(ε) | προβληματίσουν(ε) | προβληματίζονται | προβληματιστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | προβλημάτιζα | προβλημάτισα | προβληματιζόμουν(α) | προβληματίστηκα |
| 2 sg | προβλημάτιζες | προβλημάτισες | προβληματιζόσουν(α) | προβληματίστηκες |
| 3 sg | προβλημάτιζε | προβλημάτισε | προβληματιζόταν(ε) | προβληματίστηκε |
| 1 pl | προβληματίζαμε | προβληματίσαμε | προβληματιζόμασταν, (‑όμαστε) | προβληματιστήκαμε |
| 2 pl | προβληματίζατε | προβληματίσατε | προβληματιζόσασταν, (‑όσαστε) | προβληματιστήκατε |
| 3 pl | προβλημάτιζαν, προβληματίζαν(ε) | προβλημάτισαν, προβληματίσαν(ε) | προβληματίζονταν, (προβληματιζόντουσαν) | προβληματίστηκαν, προβληματιστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα προβληματίσω ➤ | θα προβληματίζομαι ➤ | θα προβληματιστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προβληματίζεις, … | θα προβληματίσεις, … | θα προβληματίζεσαι, … | θα προβληματιστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προβληματίσει έχω, έχεις, … προβληματισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … προβληματιστεί είμαι, είσαι, … προβληματισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προβληματίσει είχα, είχες, … προβληματισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … προβληματιστεί ήμουν, ήσουν, … προβληματισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προβληματίσει θα έχω, θα έχεις, … προβληματισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … προβληματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … προβληματισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | προβλημάτιζε | προβλημάτισε | — | προβληματίσου |
| 2 pl | προβληματίζετε | προβληματίστε | προβληματίζεστε | προβληματιστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | προβληματίζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας προβληματίσει ➤ | προβληματισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | προβληματίσει | προβληματιστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- προβληματισμός m (provlimatismós)
Related terms
- see: πρόβλημα n (próvlima)
References
- ^ προβληματίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language