πυκνοκατοικημένος

Greek

Etymology

Learnedly from πυκν(ός) (pykn(ós)) +‎ -ο- (-o-) +‎ κατοικημένος (katoikiménos).[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /pi.kno.ka.ti.ciˈme.nos/
  • Hyphenation: πυ‧κνο‧κα‧τοι‧κη‧μέ‧νος

Adjective

πυκνοκατοικημένος • (pyknokatoikiménosm (feminine πυκνοκατοικημένη, neuter πυκνοκατοικημένο)

  1. densely populated

Declension

Declension of πυκνοκατοικημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πυκνοκατοικημένος (pyknokatoikiménos) πυκνοκατοικημένη (pyknokatoikiméni) πυκνοκατοικημένο (pyknokatoikiméno) πυκνοκατοικημένοι (pyknokatoikiménoi) πυκνοκατοικημένες (pyknokatoikiménes) πυκνοκατοικημένα (pyknokatoikiména)
genitive πυκνοκατοικημένου (pyknokatoikiménou) πυκνοκατοικημένης (pyknokatoikiménis) πυκνοκατοικημένου (pyknokatoikiménou) πυκνοκατοικημένων (pyknokatoikiménon) πυκνοκατοικημένων (pyknokatoikiménon) πυκνοκατοικημένων (pyknokatoikiménon)
accusative πυκνοκατοικημένο (pyknokatoikiméno) πυκνοκατοικημένη (pyknokatoikiméni) πυκνοκατοικημένο (pyknokatoikiméno) πυκνοκατοικημένους (pyknokatoikiménous) πυκνοκατοικημένες (pyknokatoikiménes) πυκνοκατοικημένα (pyknokatoikiména)
vocative πυκνοκατοικημένε (pyknokatoikiméne) πυκνοκατοικημένη (pyknokatoikiméni) πυκνοκατοικημένο (pyknokatoikiméno) πυκνοκατοικημένοι (pyknokatoikiménoi) πυκνοκατοικημένες (pyknokatoikiménes) πυκνοκατοικημένα (pyknokatoikiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πυκνοκατοικημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πυκνοκατοικημένος, etc.)

References

  1. ^ πυκνοκατοικημένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language