στρατοκράτης

Greek

Noun

στρατοκράτης • (stratokrátism (plural στρατοκράτες)

  1. militarist

Declension

Declension of στρατοκράτης
singular plural
nominative στρατοκράτης (stratokrátis) στρατοκράτες (stratokrátes)
genitive στρατοκράτη (stratokráti) στρατοκρατών (stratokratón)
accusative στρατοκράτη (stratokráti) στρατοκράτες (stratokrátes)
vocative στρατοκράτη (stratokráti) στρατοκράτες (stratokrátes)