συγκινδυνεύω
Ancient Greek
Alternative forms
- ξυγκινδῡνεύω (xunkindūneúō) — Old Attic
Etymology
From συν- (sun-) + κινδῡνεύω (kindūneúō).
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /syŋ.kin.dyː.něu̯.ɔː/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /syŋ.kin.dyˈne.wo/
- (4th CE Koine) IPA(key): /syɲ.ɟin.dyˈne.βo/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /syɲ.ɟin.dyˈne.vo/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /siɲ.ɟin.diˈne.vo/
Verb
συγκινδῡνεύω • (sunkindūneúō)
Conjugation
Present: συγκινδῡνεύω, συγκινδῡνεύομαι
| number | singular | dual | plural | ||||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
| active | indicative | συγκινδῡνεύω | συγκινδῡνεύεις | συγκινδῡνεύει | συγκινδῡνεύετον | συγκινδῡνεύετον | συγκινδῡνεύομεν | συγκινδῡνεύετε | συγκινδῡνεύουσῐ(ν) | ||||
| subjunctive | συγκινδῡνεύω | συγκινδῡνεύῃς | συγκινδῡνεύῃ | συγκινδῡνεύητον | συγκινδῡνεύητον | συγκινδῡνεύωμεν | συγκινδῡνεύητε | συγκινδῡνεύωσῐ(ν) | |||||
| optative | συγκινδῡνεύοιμῐ | συγκινδῡνεύοις | συγκινδῡνεύοι | συγκινδῡνεύοιτον | συγκινδῡνευοίτην | συγκινδῡνεύοιμεν | συγκινδῡνεύοιτε | συγκινδῡνεύοιεν | |||||
| imperative | συγκινδῡ́νευε | συγκινδῡνευέτω | συγκινδῡνεύετον | συγκινδῡνευέτων | συγκινδῡνεύετε | συγκινδῡνευόντων | |||||||
| middle/ passive |
indicative | συγκινδῡνεύομαι | συγκινδῡνεύῃ / συγκινδῡνεύει | συγκινδῡνεύεται | συγκινδῡνεύεσθον | συγκινδῡνεύεσθον | συγκινδῡνευόμεθᾰ | συγκινδῡνεύεσθε | συγκινδῡνεύονται | ||||
| subjunctive | συγκινδῡνεύωμαι | συγκινδῡνεύῃ | συγκινδῡνεύηται | συγκινδῡνεύησθον | συγκινδῡνεύησθον | συγκινδῡνευώμεθᾰ | συγκινδῡνεύησθε | συγκινδῡνεύωνται | |||||
| optative | συγκινδῡνευοίμην | συγκινδῡνεύοιο | συγκινδῡνεύοιτο | συγκινδῡνεύοισθον | συγκινδῡνευοίσθην | συγκινδῡνευοίμεθᾰ | συγκινδῡνεύοισθε | συγκινδῡνεύοιντο | |||||
| imperative | συγκινδῡνεύου | συγκινδῡνευέσθω | συγκινδῡνεύεσθον | συγκινδῡνευέσθων | συγκινδῡνεύεσθε | συγκινδῡνευέσθων | |||||||
| active | middle/passive | ||||||||||||
| infinitive | συγκινδῡνεύειν | συγκινδῡνεύεσθαι | |||||||||||
| participle | m | συγκινδῡνεύων | συγκινδῡνευόμενος | ||||||||||
| f | συγκινδῡνεύουσᾰ | συγκινδῡνευομένη | |||||||||||
| n | συγκινδῡνεῦον | συγκινδῡνευόμενον | |||||||||||
| Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
| ||||||||||||
Imperfect: συνεκινδῡ́νευον, συνεκινδῡνευόμην
| number | singular | dual | plural | ||||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
| active | indicative | συνεκινδῡ́νευον | συνεκινδῡ́νευες | συνεκινδῡ́νευε(ν) | συνεκινδῡνεύετον | συνεκινδῡνευέτην | συνεκινδῡνεύομεν | συνεκινδῡνεύετε | συνεκινδῡ́νευον | ||||
| middle/ passive |
indicative | συνεκινδῡνευόμην | συνεκινδῡνεύου | συνεκινδῡνεύετο | συνεκινδῡνεύεσθον | συνεκινδῡνευέσθην | συνεκινδῡνευόμεθᾰ | συνεκινδῡνεύεσθε | συνεκινδῡνεύοντο | ||||
| Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
| ||||||||||||
Future: συγκινδῡνεύσω, συγκινδῡνεύσομαι, συγκινδῡνευθήσομαι
| number | singular | dual | plural | ||||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
| active | indicative | συγκινδῡνεύσω | συγκινδῡνεύσεις | συγκινδῡνεύσει | συγκινδῡνεύσετον | συγκινδῡνεύσετον | συγκινδῡνεύσομεν | συγκινδῡνεύσετε | συγκινδῡνεύσουσῐ(ν) | ||||
| optative | συγκινδῡνεύσοιμῐ | συγκινδῡνεύσοις | συγκινδῡνεύσοι | συγκινδῡνεύσοιτον | συγκινδῡνευσοίτην | συγκινδῡνεύσοιμεν | συγκινδῡνεύσοιτε | συγκινδῡνεύσοιεν | |||||
| middle | indicative | συγκινδῡνεύσομαι | συγκινδῡνεύσῃ / συγκινδῡνεύσει | συγκινδῡνεύσεται | συγκινδῡνεύσεσθον | συγκινδῡνεύσεσθον | συγκινδῡνευσόμεθᾰ | συγκινδῡνεύσεσθε | συγκινδῡνεύσονται | ||||
| optative | συγκινδῡνευσοίμην | συγκινδῡνεύσοιο | συγκινδῡνεύσοιτο | συγκινδῡνεύσοισθον | συγκινδῡνευσοίσθην | συγκινδῡνευσοίμεθᾰ | συγκινδῡνεύσοισθε | συγκινδῡνεύσοιντο | |||||
| passive | indicative | συγκινδῡνευθήσομαι | συγκινδῡνευθήσῃ | συγκινδῡνευθήσεται | συγκινδῡνευθήσεσθον | συγκινδῡνευθήσεσθον | συγκινδῡνευθησόμεθᾰ | συγκινδῡνευθήσεσθε | συγκινδῡνευθήσονται | ||||
| optative | συγκινδῡνευθησοίμην | συγκινδῡνευθήσοιο | συγκινδῡνευθήσοιτο | συγκινδῡνευθήσοισθον | συγκινδῡνευθησοίσθην | συγκινδῡνευθησοίμεθᾰ | συγκινδῡνευθήσοισθε | συγκινδῡνευθήσοιντο | |||||
| active | middle | passive | |||||||||||
| infinitive | συγκινδῡνεύσειν | συγκινδῡνεύσεσθαι | συγκινδῡνευθήσεσθαι | ||||||||||
| participle | m | συγκινδῡνεύσων | συγκινδῡνευσόμενος | συγκινδῡνευθησόμενος | |||||||||
| f | συγκινδῡνεύσουσᾰ | συγκινδῡνευσομένη | συγκινδῡνευθησομένη | ||||||||||
| n | συγκινδῡνεῦσον | συγκινδῡνευσόμενον | συγκινδῡνευθησόμενον | ||||||||||
| Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
| ||||||||||||
Aorist: συνεκινδῡ́νευσᾰ, συνεκινδῡνεύθην
| number | singular | dual | plural | ||||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
| active | indicative | συνεκινδῡ́νευσᾰ | συνεκινδῡ́νευσᾰς | συνεκινδῡ́νευσε(ν) | συνεκινδῡνεύσᾰτον | συνεκινδῡνευσᾰ́την | συνεκινδῡνεύσᾰμεν | συνεκινδῡνεύσᾰτε | συνεκινδῡ́νευσᾰν | ||||
| subjunctive | συγκινδῡνεύσω | συγκινδῡνεύσῃς | συγκινδῡνεύσῃ | συγκινδῡνεύσητον | συγκινδῡνεύσητον | συγκινδῡνεύσωμεν | συγκινδῡνεύσητε | συγκινδῡνεύσωσῐ(ν) | |||||
| optative | συγκινδῡνεύσαιμῐ | συγκινδῡνεύσειᾰς / συγκινδῡνεύσαις | συγκινδῡνεύσειε(ν) / συγκινδῡνεύσαι | συγκινδῡνεύσαιτον | συγκινδῡνευσαίτην | συγκινδῡνεύσαιμεν | συγκινδῡνεύσαιτε | συγκινδῡνεύσειᾰν / συγκινδῡνεύσαιεν | |||||
| imperative | συγκινδῡ́νευσον | συγκινδῡνευσᾰ́τω | συγκινδῡνεύσᾰτον | συγκινδῡνευσᾰ́των | συγκινδῡνεύσᾰτε | συγκινδῡνευσᾰ́ντων | |||||||
| passive | indicative | συνεκινδῡνεύθην | συνεκινδῡνεύθης | συνεκινδῡνεύθη | συνεκινδῡνεύθητον | συνεκινδῡνευθήτην | συνεκινδῡνεύθημεν | συνεκινδῡνεύθητε | συνεκινδῡνεύθησᾰν | ||||
| subjunctive | συγκινδῡνευθῶ | συγκινδῡνευθῇς | συγκινδῡνευθῇ | συγκινδῡνευθῆτον | συγκινδῡνευθῆτον | συγκινδῡνευθῶμεν | συγκινδῡνευθῆτε | συγκινδῡνευθῶσῐ(ν) | |||||
| optative | συγκινδῡνευθείην | συγκινδῡνευθείης | συγκινδῡνευθείη | συγκινδῡνευθεῖτον / συγκινδῡνευθείητον | συγκινδῡνευθείτην / συγκινδῡνευθειήτην | συγκινδῡνευθεῖμεν / συγκινδῡνευθείημεν | συγκινδῡνευθεῖτε / συγκινδῡνευθείητε | συγκινδῡνευθεῖεν / συγκινδῡνευθείησᾰν | |||||
| imperative | συγκινδῡνεύθητῐ | συγκινδῡνευθήτω | συγκινδῡνεύθητον | συγκινδῡνευθήτων | συγκινδῡνεύθητε | συγκινδῡνευθέντων | |||||||
| active | passive | ||||||||||||
| infinitive | συγκινδῡνεῦσαι | συγκινδῡνευθῆναι | |||||||||||
| participle | m | συγκινδῡνεύσᾱς | συγκινδῡνευθείς | ||||||||||
| f | συγκινδῡνεύσᾱσᾰ | συγκινδῡνευθεῖσᾰ | |||||||||||
| n | συγκινδῡνεῦσᾰν | συγκινδῡνευθέν | |||||||||||
| Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
| ||||||||||||
Perfect: συγκεκινδῡ́νευκᾰ, συγκεκινδῡ́νευμαι
| number | singular | dual | plural | ||||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| first | second | third | second | third | first | second | third | ||||||
| active | indicative | συγκεκινδῡ́νευκᾰ | συγκεκινδῡ́νευκᾰς | συγκεκινδῡ́νευκε(ν) | συγκεκινδῡνεύκᾰτον | συγκεκινδῡνεύκᾰτον | συγκεκινδῡνεύκᾰμεν | συγκεκινδῡνεύκᾰτε | συγκεκινδῡνεύκᾱσῐ(ν) | ||||
| subjunctive | συγκεκινδῡνεύκω | συγκεκινδῡνεύκῃς | συγκεκινδῡνεύκῃ | συγκεκινδῡνεύκητον | συγκεκινδῡνεύκητον | συγκεκινδῡνεύκωμεν | συγκεκινδῡνεύκητε | συγκεκινδῡνεύκωσῐ(ν) | |||||
| optative | συγκεκινδῡνεύκοιμῐ / συγκεκινδῡνευκοίην | συγκεκινδῡνεύκοις / συγκεκινδῡνευκοίης | συγκεκινδῡνεύκοι / συγκεκινδῡνευκοίη | συγκεκινδῡνεύκοιτον | συγκεκινδῡνευκοίτην | συγκεκινδῡνεύκοιμεν | συγκεκινδῡνεύκοιτε | συγκεκινδῡνεύκοιεν | |||||
| imperative | συγκεκινδῡ́νευκε | συγκεκινδῡνευκέτω | συγκεκινδῡνεύκετον | συγκεκινδῡνευκέτων | συγκεκινδῡνεύκετε | συγκεκινδῡνευκόντων | |||||||
| middle/ passive |
indicative | συγκεκινδῡ́νευμαι | συγκεκινδῡ́νευσαι | συγκεκινδῡ́νευται | συγκεκινδῡ́νευσθον | συγκεκινδῡ́νευσθον | συγκεκινδῡνεύμεθᾰ | συγκεκινδῡ́νευσθε | συγκεκινδῡ́νευνται | ||||
| subjunctive | συγκεκινδῡνευμένος ὦ | συγκεκινδῡνευμένος ᾖς | συγκεκινδῡνευμένος ᾖ | συγκεκινδῡνευμένω ἦτον | συγκεκινδῡνευμένω ἦτον | συγκεκινδῡνευμένοι ὦμεν | συγκεκινδῡνευμένοι ἦτε | συγκεκινδῡνευμένοι ὦσῐ(ν) | |||||
| optative | συγκεκινδῡνευμένος εἴην | συγκεκινδῡνευμένος εἴης | συγκεκινδῡνευμένος εἴη | συγκεκινδῡνευμένω εἴητον / εἶτον | συγκεκινδῡνευμένω εἰήτην / εἴτην | συγκεκινδῡνευμένοι εἴημεν / εἶμεν | συγκεκινδῡνευμένοι εἴητε / εἶτε | συγκεκινδῡνευμένοι εἴησᾰν / εἶεν | |||||
| imperative | συγκεκινδῡ́νευσο | συγκεκινδῡνεύσθω | συγκεκινδῡ́νευσθον | συγκεκινδῡνεύσθων | συγκεκινδῡ́νευσθε | συγκεκινδῡνεύσθων | |||||||
| active | middle/passive | ||||||||||||
| infinitive | συγκεκινδῡνευκέναι | συγκεκινδῡνεῦσθαι | |||||||||||
| participle | m | συγκεκινδῡνευκώς | συγκεκινδῡνευμένος | ||||||||||
| f | συγκεκινδῡνευκυῖᾰ | συγκεκινδῡνευμένη | |||||||||||
| n | συγκεκινδῡνευκός | συγκεκινδῡνευμένον | |||||||||||
| Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For conjugation in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal conjugation.
| ||||||||||||
Further reading
- συγκινδυνεύω in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- “συγκινδυνεύω”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- Woodhouse, S. C. (1910) English–Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language[1], London: Routledge & Kegan Paul Limited.