συμβολίζω
Greek
Etymology
Learnedly from σύμβολ(ο) (sýmvol(o)) + -ίζω (-ízo), a calque of French symboliser.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /siɱ.voˈli.zo/
- Hyphenation: συμ‧βο‧λί‧ζω
Verb
συμβολίζω • (symvolízo) (past συμβόλισα, passive συμβολίζομαι, p‑past συμβολίστηκα, ppp συμβολισμένος)
- (transitive) to symbolize (to be symbolic of; to represent)
- (transitive) to symbolize (to use symbols; to represent ideas symbolically)
Conjugation
συμβολίζω συμβολίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | συμβολίσω | συμβολίζομαι | συμβολιστώ | |
| 2 sg | συμβολίζεις | συμβολίσεις | συμβολίζεσαι | συμβολιστείς |
| 3 sg | συμβολίζει | συμβολίσει | συμβολίζεται | συμβολιστεί |
| 1 pl | συμβολίζουμε, [‑ομε] | συμβολίσουμε, [‑ομε] | συμβολιζόμαστε | συμβολιστούμε |
| 2 pl | συμβολίζετε | συμβολίσετε | συμβολίζεστε, συμβολιζόσαστε | συμβολιστείτε |
| 3 pl | συμβολίζουν(ε) | συμβολίσουν(ε) | συμβολίζονται | συμβολιστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | συμβόλιζα | συμβόλισα | συμβολιζόμουν(α) | συμβολίστηκα |
| 2 sg | συμβόλιζες | συμβόλισες | συμβολιζόσουν(α) | συμβολίστηκες |
| 3 sg | συμβόλιζε | συμβόλισε | συμβολιζόταν(ε) | συμβολίστηκε |
| 1 pl | συμβολίζαμε | συμβολίσαμε | συμβολιζόμασταν, (‑όμαστε) | συμβολιστήκαμε |
| 2 pl | συμβολίζατε | συμβολίσατε | συμβολιζόσασταν, (‑όσαστε) | συμβολιστήκατε |
| 3 pl | συμβόλιζαν, συμβολίζαν(ε) | συμβόλισαν, συμβολίσαν(ε) | συμβολίζονταν, (συμβολιζόντουσαν) | συμβολίστηκαν, συμβολιστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα συμβολίσω ➤ | θα συμβολίζομαι ➤ | θα συμβολιστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συμβολίζεις, … | θα συμβολίσεις, … | θα συμβολίζεσαι, … | θα συμβολιστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συμβολίσει έχω, έχεις, … συμβολισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συμβολιστεί είμαι, είσαι, … συμβολισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συμβολίσει είχα, είχες, … συμβολισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συμβολιστεί ήμουν, ήσουν, … συμβολισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συμβολίσει θα έχω, θα έχεις, … συμβολισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συμβολιστεί θα είμαι, θα είσαι, … συμβολισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | συμβόλιζε | συμβόλισε | — | συμβολίσου |
| 2 pl | συμβολίζετε | συμβολίστε | συμβολίζεστε | συμβολιστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | συμβολίζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας συμβολίσει ➤ | συμβολισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | συμβολίσει | συμβολιστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: σύμβολο n (sýmvolo, “symbol”)
References
- ^ συμβολίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language