συνδυάζω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /sin.ðiˈa.zo/
- Hyphenation: συν‧δυ‧ά‧ζω
Verb
συνδυάζω • (syndyázo) (past συνδύασα/συνεδύασα, passive συνδυάζομαι)
Conjugation
συνδυάζω συνδυάζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | συνδυάσω | συνδυάζομαι | συνδυαστώ, συνδυασθώ | |
| 2 sg | συνδυάζεις | συνδυάσεις | συνδυάζεσαι | συνδυαστείς, συνδυασθείς |
| 3 sg | συνδυάζει | συνδυάσει | συνδυάζεται | συνδυαστεί, συνδυασθεί |
| 1 pl | συνδυάζουμε, [‑ομε] | συνδυάσουμε, [‑ομε] | συνδυαζόμαστε | συνδυαστούμε, συνδυασθούμε |
| 2 pl | συνδυάζετε | συνδυάσετε | συνδυάζεστε, συνδυαζόσαστε | συνδυαστείτε, συνδυασθείτε |
| 3 pl | συνδυάζουν(ε) | συνδυάσουν(ε) | συνδυάζονται | συνδυαστούν(ε), συνδυασθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | συνδύαζα, συνεδύαζα | συνδύασα, συνεδύασα | συνδυαζόμουν(α) | συνδυάστηκα, συνδυάσθηκα |
| 2 sg | συνδύαζες, συνεδύαζες | συνδύασες, συνεδύασες | συνδυαζόσουν(α) | συνδυάστηκες, συνδυάσθηκες |
| 3 sg | συνδύαζε, συνεδύαζε | συνδύασε, συνεδύασε | συνδυαζόταν(ε) | συνδυάστηκε, συνδυάσθηκε |
| 1 pl | συνδυάζαμε | συνδυάσαμε | συνδυαζόμασταν, (‑όμαστε) | συνδυαστήκαμε, συνδυασθήκαμε |
| 2 pl | συνδυάζατε | συνδυάσατε | συνδυαζόσασταν, (‑όσαστε) | συνδυαστήκατε, συνδυασθήκατε |
| 3 pl | συνδύαζαν, συνδυάζαν(ε), συνεδύαζαν | συνδύασαν, συνδυάσαν(ε), συνεδύασαν | συνδυάζονταν, (συνδυαζόντουσαν) | συνδυάστηκαν, συνδυαστήκαν(ε), συνδυάσθηκαν, συνδυασθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα συνδυάσω ➤ | θα συνδυάζομαι ➤ | θα συνδυαστώ / συνδυασθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συνδυάζεις, … | θα συνδυάσεις, … | θα συνδυάζεσαι, … | θα συνδυαστείς / συνδυασθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συνδυάσει έχω, έχεις, … συνδυασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συνδυαστεί / συνδυασθεί είμαι, είσαι, … συνδυασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συνδυάσει είχα, είχες, … συνδυασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συνδυαστεί / συνδυασθεί ήμουν, ήσουν, … συνδυασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συνδυάσει θα έχω, θα έχεις, … συνδυασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συνδυαστεί / συνδυασθεί θα είμαι, θα είσαι, … συνδυασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | συνδύαζε | συνδύασε, συνεδύασε | — | συνδυάσου |
| 2 pl | συνδυάζετε | συνδυάστε | συνδυάζεστε | συνδυαστείτε, συνδυασθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | συνδυάζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας συνδυάσει ➤ | συνδυασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | συνδυάσει | συνδυαστεί, συνδυασθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• Second forms are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- ασυνδύαστος (asyndýastos, “uncombined”, adjective)
- συνδυασμός m (syndyasmós, “combination”)
- συνδυαστικός (syndyastikós, “combinatorial”, adjective)