συνειδητοποιώ
Greek
Etymology
From συνειδητός (syneiditós, “conscious”) + ποιώ (poió, “make”).
Verb
συνειδητοποιώ • (syneiditopoió) (past συνειδητοποίησα)
- to realise, be aware of
- Synonym: αντιλαμβάνομαι (antilamvánomai)
Conjugation
συνειδητοποιώ
| Active voice ➤ | ||||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
| 1 sg | συνειδητοποιήσω | |||
| 2 sg | συνειδητοποιείς | συνειδητοποιήσεις | ||
| 3 sg | συνειδητοποιεί | συνειδητοποιήσει | ||
| 1 pl | συνειδητοποιούμε | συνειδητοποιήσουμε, [-ομε] | ||
| 2 pl | συνειδητοποιείτε | συνειδητοποιήσετε | ||
| 3 pl | συνειδητοποιούν(ε) | συνειδητοποιήσουν(ε) | ||
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
| 1 sg | συνειδητοποιούσα | συνειδητοποίησα | ||
| 2 sg | συνειδητοποιούσες | συνειδητοποίησες | ||
| 3 sg | συνειδητοποιούσε | συνειδητοποίησε | ||
| 1 pl | συνειδητοποιούσαμε | συνειδητοποιήσαμε | ||
| 2 pl | συνειδητοποιούσατε | συνειδητοποιήσατε | ||
| 3 pl | συνειδητοποιούσαν(ε) | συνειδητοποίησαν, συνειδητοποιήσαν(ε) | ||
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
| 1 sg | θα ➤ | θα συνειδητοποιήσω ➤ | ||
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συνειδητοποιείς, … | θα συνειδητοποιήσεις, … | ||
| Perfect aspect ➤ | ||||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συνειδητοποιήσει | είμαι, είσαι, … συνειδητοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ (also passive voice) | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συνειδητοποιήσει | ήμουν, ήσουν, … συνειδητοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συνειδητοποιήσει | θα είμαι, θα είσαι, … συνειδητοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
| 2 sg | — | συνειδητοποίησε | ||
| 2 pl | συνειδητοποιείτε | συνειδητοποιήστε | ||
| Other forms | ||||
| Active present participle ➤ | συνειδητοποιώντας ➤ | |||
| Active perfect participle ➤ | έχοντας συνειδητοποιήσει ➤ | |||
| Passive perfect participle ➤ | συνειδητοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | |||
| Nonfinite form ➤ | συνειδητοποιήσει | |||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: συνείδηση f (syneídisi, “conscience”)