συσσωρεύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /si.soˈɾe.vo/
- Hyphenation: συσ‧σω‧ρεύ‧ω
Verb
συσσωρεύω • (syssorévo) (past συσσώρευσα, passive συσσωρεύομαι, p‑past συσσωρεύτηκα/συσσωρεύθηκα, ppp συσσωρευμένος)
- to accumulate
Conjugation
συσσωρεύω συσσωρεύομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | συσσωρεύσω | συσσωρεύομαι | συσσωρευτώ, συσσωρευθώ | |
| 2 sg | συσσωρεύεις | συσσωρεύσεις | συσσωρεύεσαι | συσσωρευτείς, συσσωρευθείς |
| 3 sg | συσσωρεύει | συσσωρεύσει | συσσωρεύεται | συσσωρευτεί, συσσωρευθεί |
| 1 pl | συσσωρεύουμε, [‑ομε] | συσσωρεύσουμε, [‑ομε] | συσσωρευόμαστε | συσσωρευτούμε, συσσωρευθούμε |
| 2 pl | συσσωρεύετε | συσσωρεύσετε | συσσωρεύεστε, συσσωρευόσαστε | συσσωρευτείτε, συσσωρευθείτε |
| 3 pl | συσσωρεύουν(ε) | συσσωρεύσουν(ε) | συσσωρεύονται | συσσωρευτούν(ε), συσσωρευθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | συσσώρευα | συσσώρευσα | συσσωρευόμουν(α) | συσσωρεύτηκα, συσσωρεύθηκα |
| 2 sg | συσσώρευες | συσσώρευσες | συσσωρευόσουν(α) | συσσωρεύτηκες, συσσωρεύθηκες |
| 3 sg | συσσώρευε | συσσώρευσε | συσσωρευόταν(ε) | συσσωρεύτηκε, συσσωρεύθηκε |
| 1 pl | συσσωρεύαμε | συσσωρεύσαμε | συσσωρευόμασταν, (‑όμαστε) | συσσωρευτήκαμε, συσσωρευθήκαμε |
| 2 pl | συσσωρεύατε | συσσωρεύσατε | συσσωρευόσασταν, (‑όσαστε) | συσσωρευτήκατε, συσσωρευθήκατε |
| 3 pl | συσσώρευαν, συσσωρεύαν(ε) | συσσώρευσαν, συσσωρεύσαν(ε) | συσσωρεύονταν, (συσσωρευόντουσαν) | συσσωρεύτηκαν, συσσωρευτήκαν(ε), συσσωρεύθηκαν, συσσωρευθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα συσσωρεύσω ➤ | θα συσσωρεύομαι ➤ | θα συσσωρευτώ / συσσωρευθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συσσωρεύεις, … | θα συσσωρεύσεις, … | θα συσσωρεύεσαι, … | θα συσσωρευτείς / συσσωρευθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συσσωρεύσει έχω, έχεις, … συσσωρευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συσσωρευτεί / συσσωρευθεί είμαι, είσαι, … συσσωρευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συσσωρεύσει είχα, είχες, … συσσωρευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συσσωρευτεί / συσσωρευθεί ήμουν, ήσουν, … συσσωρευμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συσσωρεύσει θα έχω, θα έχεις, … συσσωρευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συσσωρευτεί / συσσωρευθεί θα είμαι, θα είσαι, … συσσωρευμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | συσσώρευε | συσσώρευσε | — | συσσωρεύσου |
| 2 pl | συσσωρεύετε | συσσωρεύστε | συσσωρεύεστε | συσσωρευτείτε, συσσωρευθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | συσσωρεύοντας ➤ | συσσωρευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας συσσωρεύσει ➤ | συσσωρευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | συσσωρεύσει | συσσωρευτεί, συσσωρευθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- θερμοσυσσώρευση f (thermosyssórefsi)
- θερμοσυσσωρευτής m (thermosyssoreftís)
- συσσώρευση f (syssórefsi)
- συσσωρευτής m (syssoreftís, “accumulator, battery”)
- συσσωρευτικός (syssoreftikós)