ταπητουργείο

Greek

Noun

ταπητουργείο • (tapitourgeíom (plural ταπητουργεία)

  1. carpet workshop or factory

Declension

Declension of ταπητουργείο
singular plural
nominative ταπητουργείο (tapitourgeío) ταπητουργεία (tapitourgeía)
genitive ταπητουργείου (tapitourgeíou) ταπητουργείων (tapitourgeíon)
accusative ταπητουργείο (tapitourgeío) ταπητουργεία (tapitourgeía)
vocative ταπητουργείο (tapitourgeío) ταπητουργεία (tapitourgeía)