υδατοδιαλυτός
Greek
Etymology
Learnedly from υδατο- (ydato-) + διαλυτός (dialytós), a calque of English water-soluble.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /i.ða.to.ði.a.liˈtos/, /i.ða.to.ðʝa.liˈtos/
- Hyphenation: υ‧δα‧το‧δι‧α‧λυ‧τός or with synizesis: υ‧δα‧το‧δια‧λυ‧τός
Adjective
υδατοδιαλυτός • (ydatodialytós) m (feminine υδατοδιαλυτή, neuter υδατοδιαλυτό)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | υδατοδιαλυτός (ydatodialytós) | υδατοδιαλυτή (ydatodialytí) | υδατοδιαλυτό (ydatodialytó) | υδατοδιαλυτοί (ydatodialytoí) | υδατοδιαλυτές (ydatodialytés) | υδατοδιαλυτά (ydatodialytá) | |
| genitive | υδατοδιαλυτού (ydatodialytoú) | υδατοδιαλυτής (ydatodialytís) | υδατοδιαλυτού (ydatodialytoú) | υδατοδιαλυτών (ydatodialytón) | υδατοδιαλυτών (ydatodialytón) | υδατοδιαλυτών (ydatodialytón) | |
| accusative | υδατοδιαλυτό (ydatodialytó) | υδατοδιαλυτή (ydatodialytí) | υδατοδιαλυτό (ydatodialytó) | υδατοδιαλυτούς (ydatodialytoús) | υδατοδιαλυτές (ydatodialytés) | υδατοδιαλυτά (ydatodialytá) | |
| vocative | υδατοδιαλυτέ (ydatodialyté) | υδατοδιαλυτή (ydatodialytí) | υδατοδιαλυτό (ydatodialytó) | υδατοδιαλυτοί (ydatodialytoí) | υδατοδιαλυτές (ydatodialytés) | υδατοδιαλυτά (ydatodialytá) | |
References
- ^ υδατοδιαλυτός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language