υδατοκαλλιέργεια

Greek

Etymology

From υδατο- (ydato-) +‎ καλλιέργεια (kalliérgeia).

Noun

υδατοκαλλιέργεια • (ydatokalliérgeiaf

  1. aquaculture

Declension

Declension of υδατοκαλλιέργεια
singular plural
nominative υδατοκαλλιέργεια (ydatokalliérgeia) υδατοκαλλιέργειες (ydatokalliérgeies)
genitive υδατοκαλλιέργειας (ydatokalliérgeias) υδατοκαλλιεργειών (ydatokalliergeión)
accusative υδατοκαλλιέργεια (ydatokalliérgeia) υδατοκαλλιέργειες (ydatokalliérgeies)
vocative υδατοκαλλιέργεια (ydatokalliérgeia) υδατοκαλλιέργειες (ydatokalliérgeies)

Further reading