υποδουλώνω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Byzantine Greek υποδουλώ (upodoulṓ).[1] By surface analysis, υπόδουλ(ος) (ypódoul(os)) + -ώνω (-óno).
Pronunciation
- IPA(key): /i.po.ðuˈlo.no/
- Hyphenation: υ‧πο‧δου‧λώ‧νω
Verb
υποδουλώνω • (ypodoulóno) (passive υποδουλώνομαι)
- (transitive) to enslave
Conjugation
υποδουλώνω υποδουλώνομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | υποδουλώσω | υποδουλώνομαι | υποδουλωθώ | |
| 2 sg | υποδουλώνεις | υποδουλώσεις | υποδουλώνεσαι | υποδουλωθείς |
| 3 sg | υποδουλώνει | υποδουλώσει | υποδουλώνεται | υποδουλωθεί |
| 1 pl | υποδουλώνουμε, [‑ομε] | υποδουλώσουμε, [‑ομε] | υποδουλωνόμαστε | υποδουλωθούμε |
| 2 pl | υποδουλώνετε | υποδουλώσετε | υποδουλώνεστε, υποδουλωνόσαστε | υποδουλωθείτε |
| 3 pl | υποδουλώνουν(ε) | υποδουλώσουν(ε) | υποδουλώνονται | υποδουλωθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | υποδούλωνα | υποδούλωσα | υποδουλωνόμουν(α) | υποδουλώθηκα |
| 2 sg | υποδούλωνες | υποδούλωσες | υποδουλωνόσουν(α) | υποδουλώθηκες |
| 3 sg | υποδούλωνε | υποδούλωσε | υποδουλωνόταν(ε) | υποδουλώθηκε |
| 1 pl | υποδουλώναμε | υποδουλώσαμε | υποδουλωνόμασταν, (‑όμαστε) | υποδουλωθήκαμε |
| 2 pl | υποδουλώνατε | υποδουλώσατε | υποδουλωνόσασταν, (‑όσαστε) | υποδουλωθήκατε |
| 3 pl | υποδούλωναν, υποδουλώναν(ε) | υποδούλωσαν, υποδουλώσαν(ε) | υποδουλώνονταν, (υποδουλωνόντουσαν) | υποδουλώθηκαν, υποδουλωθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα υποδουλώσω ➤ | θα υποδουλώνομαι ➤ | θα υποδουλωθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υποδουλώνεις, … | θα υποδουλώσεις, … | θα υποδουλώνεσαι, … | θα υποδουλωθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υποδουλώσει έχω, έχεις, … υποδουλωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … υποδουλωθεί είμαι, είσαι, … υποδουλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υποδουλώσει είχα, είχες, … υποδουλωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … υποδουλωθεί ήμουν, ήσουν, … υποδουλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υποδουλώσει θα έχω, θα έχεις, … υποδουλωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … υποδουλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … υποδουλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | υποδούλωνε | υποδούλωσε | — | υποδουλώσου |
| 2 pl | υποδουλώνετε | υποδουλώστε | υποδουλώνεστε | υποδουλωθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | υποδουλώνοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας υποδουλώσει ➤ | υποδουλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | υποδουλώσει | υποδουλωθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- υποδούλωση f (ypodoúlosi)
Related terms
References
- ^ υποδουλώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language