χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες
Greek
Noun
χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες • (chrónies apofraktikés pnevmonopátheies) f
- nominative/accusative/vocative plural of χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (chrónia apofraktikí pnevmonopátheia)
χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες • (chrónies apofraktikés pnevmonopátheies) f