αγιοποιούμαι
Greek
Verb
αγιοποιούμαι • (agiopoioúmai) passive (past αγιοποιήθηκα, ppp αγιοποιημένος, active αγιοποιώ)
Conjugation
- for this verb's full conjugation see the active form
αγιοποιούμαι • (agiopoioúmai) passive (past αγιοποιήθηκα, ppp αγιοποιημένος, active αγιοποιώ)