αιχμαλωτίζω
See also: αἰχμαλωτίζω
Greek
Etymology
From Ancient Greek αἰχμαλωτίζω (aikhmalōtízō). By surface analysis, αιχμαλωσία (aichmalosía) + -ίζω (-ízo).
Pronunciation
- IPA(key): /ex.ma.loˈti.zo/
- Hyphenation: αιχ‧μα‧λω‧τί‧ζω
- Old Hyphenation: αι‧χμα‧λω‧τί‧ζω
Verb
αιχμαλωτίζω • (aichmalotízo) (past αιχμαλώτισα, passive αιχμαλωτίζομαι)
- to capture, take prisoner
- (figuratively) to captivate, fascinate
- Η μουσική αυτή αιχμαλωτίζει τον ακροατή.
- I mousikí aftí aichmalotízei ton akroatí.
- This music captivates the listener.
Conjugation
αιχμαλωτίζω αιχμαλωτίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | αιχμαλωτίσω | αιχμαλωτίζομαι | αιχμαλωτιστώ | |
| 2 sg | αιχμαλωτίζεις | αιχμαλωτίσεις | αιχμαλωτίζεσαι | αιχμαλωτιστείς |
| 3 sg | αιχμαλωτίζει | αιχμαλωτίσει | αιχμαλωτίζεται | αιχμαλωτιστεί |
| 1 pl | αιχμαλωτίζουμε, [‑ομε] | αιχμαλωτίσουμε, [‑ομε] | αιχμαλωτιζόμαστε | αιχμαλωτιστούμε |
| 2 pl | αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίσετε | αιχμαλωτίζεστε, αιχμαλωτιζόσαστε | αιχμαλωτιστείτε |
| 3 pl | αιχμαλωτίζουν(ε) | αιχμαλωτίσουν(ε) | αιχμαλωτίζονται | αιχμαλωτιστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | αιχμαλώτιζα | αιχμαλώτισα | αιχμαλωτιζόμουν(α) | αιχμαλωτίστηκα |
| 2 sg | αιχμαλώτιζες | αιχμαλώτισες | αιχμαλωτιζόσουν(α) | αιχμαλωτίστηκες |
| 3 sg | αιχμαλώτιζε | αιχμαλώτισε | αιχμαλωτιζόταν(ε) | αιχμαλωτίστηκε |
| 1 pl | αιχμαλωτίζαμε | αιχμαλωτίσαμε | αιχμαλωτιζόμασταν, (‑όμαστε) | αιχμαλωτιστήκαμε |
| 2 pl | αιχμαλωτίζατε | αιχμαλωτίσατε | αιχμαλωτιζόσασταν, (‑όσαστε) | αιχμαλωτιστήκατε |
| 3 pl | αιχμαλώτιζαν, αιχμαλωτίζαν(ε) | αιχμαλώτισαν, αιχμαλωτίσαν(ε) | αιχμαλωτίζονταν, (αιχμαλωτιζόντουσαν) | αιχμαλωτίστηκαν, αιχμαλωτιστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα αιχμαλωτίσω ➤ | θα αιχμαλωτίζομαι ➤ | θα αιχμαλωτιστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αιχμαλωτίζεις, … | θα αιχμαλωτίσεις, … | θα αιχμαλωτίζεσαι, … | θα αιχμαλωτιστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αιχμαλωτίσει έχω, έχεις, … αιχμαλωτισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αιχμαλωτιστεί είμαι, είσαι, … αιχμαλωτισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αιχμαλωτίσει είχα, είχες, … αιχμαλωτισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αιχμαλωτιστεί ήμουν, ήσουν, … αιχμαλωτισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αιχμαλωτίσει θα έχω, θα έχεις, … αιχμαλωτισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αιχμαλωτιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αιχμαλωτισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | αιχμαλώτιζε | αιχμαλώτισε | — | αιχμαλωτίσου |
| 2 pl | αιχμαλωτίζετε | αιχμαλωτίστε | αιχμαλωτίζεστε | αιχμαλωτιστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | αιχμαλωτίζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας αιχμαλωτίσει ➤ | αιχμαλωτισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | αιχμαλωτίσει | αιχμαλωτιστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- (figurative) σαγηνεύω (saginévo)
Related terms
- αιχμαλωσία f (aichmalosía, “captivity”)
- αισμαλώτιση f (aismalótisi)
- αιχμαλωτισμός m (aichmalotismós, “capture”)
- αιχμάλωτος m (aichmálotos, “captured, enslaved”)
References
- αιχμαλωτίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language