ακαταπολέμητος

Greek

Adjective

ακαταπολέμητος • (akatapolémitosm (feminine ακαταπολέμητη, neuter ακαταπολέμητο)

  1. invincible, irresistible

Declension

Declension of ακαταπολέμητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαταπολέμητος (akatapolémitos) ακαταπολέμητη (akatapolémiti) ακαταπολέμητο (akatapolémito) ακαταπολέμητοι (akatapolémitoi) ακαταπολέμητες (akatapolémites) ακαταπολέμητα (akatapolémita)
genitive ακαταπολέμητου (akatapolémitou) ακαταπολέμητης (akatapolémitis) ακαταπολέμητου (akatapolémitou) ακαταπολέμητων (akatapolémiton) ακαταπολέμητων (akatapolémiton) ακαταπολέμητων (akatapolémiton)
accusative ακαταπολέμητο (akatapolémito) ακαταπολέμητη (akatapolémiti) ακαταπολέμητο (akatapolémito) ακαταπολέμητους (akatapolémitous) ακαταπολέμητες (akatapolémites) ακαταπολέμητα (akatapolémita)
vocative ακαταπολέμητε (akatapolémite) ακαταπολέμητη (akatapolémiti) ακαταπολέμητο (akatapolémito) ακαταπολέμητοι (akatapolémitoi) ακαταπολέμητες (akatapolémites) ακαταπολέμητα (akatapolémita)

Synonyms