ακαταπολέμητος
Greek
Adjective
ακαταπολέμητος • (akatapolémitos) m (feminine ακαταπολέμητη, neuter ακαταπολέμητο)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | ακαταπολέμητος (akatapolémitos) | ακαταπολέμητη (akatapolémiti) | ακαταπολέμητο (akatapolémito) | ακαταπολέμητοι (akatapolémitoi) | ακαταπολέμητες (akatapolémites) | ακαταπολέμητα (akatapolémita) | |
| genitive | ακαταπολέμητου (akatapolémitou) | ακαταπολέμητης (akatapolémitis) | ακαταπολέμητου (akatapolémitou) | ακαταπολέμητων (akatapolémiton) | ακαταπολέμητων (akatapolémiton) | ακαταπολέμητων (akatapolémiton) | |
| accusative | ακαταπολέμητο (akatapolémito) | ακαταπολέμητη (akatapolémiti) | ακαταπολέμητο (akatapolémito) | ακαταπολέμητους (akatapolémitous) | ακαταπολέμητες (akatapolémites) | ακαταπολέμητα (akatapolémita) | |
| vocative | ακαταπολέμητε (akatapolémite) | ακαταπολέμητη (akatapolémiti) | ακαταπολέμητο (akatapolémito) | ακαταπολέμητοι (akatapolémitoi) | ακαταπολέμητες (akatapolémites) | ακαταπολέμητα (akatapolémita) | |
Synonyms
- ακαταμάχητος (akatamáchitos)
- ακαταγώνιστος (akatagónistos)