αμφίλογος

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /aɱˈfi.lo.ɣos/
  • Hyphenation: αμ‧φί‧λο‧γος

Adjective

αμφίλογος • (amfílogosm (feminine αμφίλογη or αμφίλογος, neuter αμφίλογο)

  1. contentious, equivocal
  2. ambiguous

Declension

Declension of αμφίλογος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμφίλογος (amfílogos) αμφίλογος (amfílogos)
αμφίλογη (amfílogi)
αμφίλογο (amfílogo) αμφίλογοι (amfílogoi) αμφίλογοι (amfílogoi)
αμφίλογες (amfíloges)
αμφίλογα (amfíloga)
genitive αμφίλογου (amfílogou) αμφίλογου (amfílogou)
αμφίλογης (amfílogis)
αμφίλογου (amfílogou) αμφίλογων (amfílogon) αμφίλογων (amfílogon) αμφίλογων (amfílogon)
accusative αμφίλογο (amfílogo) αμφίλογο (amfílogo)
αμφίλογη (amfílogi)
αμφίλογο (amfílogo) αμφίλογους (amfílogous) αμφίλογους (amfílogous)
αμφίλογες (amfíloges)
αμφίλογα (amfíloga)
vocative αμφίλογε (amfíloge) αμφίλογε (amfíloge)
αμφίλογη (amfílogi)
αμφίλογο (amfílogo) αμφίλογοι (amfílogoi) αμφίλογοι (amfílogoi)
αμφίλογες (amfíloges)
αμφίλογα (amfíloga)