αμφιλογία

Greek

Noun

αμφιλογία • (amfilogíaf (plural αμφιλογίες)

  1. ambiguity
  2. disagreement

Declension

Declension of αμφιλογία
singular plural
nominative αμφιλογία (amfilogía) αμφιλογίες (amfilogíes)
genitive αμφιλογίας (amfilogías) αμφιλογιών (amfilogión)
accusative αμφιλογία (amfilogía) αμφιλογίες (amfilogíes)
vocative αμφιλογία (amfilogía) αμφιλογίες (amfilogíes)