ανακαλύπτω
See also: ἀνακαλύπτω
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀνακαλύπτω (anakalúptō, “uncover, reveal”). By surface analysis, ανα- (“re-”) + καλύπτω (“cover”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.kaˈli.pto/
- Hyphenation: α‧να‧κα‧λύ‧πτω
Verb
ανακαλύπτω • (anakalýpto) (past ανακάλυψα, passive ανακαλύπτομαι)
Conjugation
ανακαλύπτω ανακαλύπτομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | ανακαλύψω | ανακαλύπτομαι | ανακαλυφτώ, ανακαλυφθώ1 | |
| 2 sg | ανακαλύπτεις | ανακαλύψεις | ανακαλύπτεσαι | ανακαλυφτείς, ανακαλυφθείς |
| 3 sg | ανακαλύπτει | ανακαλύψει | ανακαλύπτεται | ανακαλυφτεί, ανακαλυφθεί |
| 1 pl | ανακαλύπτουμε, [‑ομε] | ανακαλύψουμε, [‑ομε] | ανακαλυπτόμαστε | ανακαλυφτούμε, ανακαλυφθούμε |
| 2 pl | ανακαλύπτετε | ανακαλύψετε | ανακαλύπτεστε, {ανακαλύπτεσθε}, ανακαλυπτόσαστε | ανακαλυφτείτε, ανακαλυφθείτε |
| 3 pl | ανακαλύπτουν(ε) | ανακαλύψουν(ε) | ανακαλύπτονται | ανακαλυφτούν(ε), ανακαλυφθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | ανακάλυπτα | ανακάλυψα | ανακαλυπτόμουν(α) | ανακαλύφτηκα, ανακαλύφθηκα1, [{ανεκαλύφθην}] |
| 2 sg | ανακάλυπτες | ανακάλυψες | ανακαλυπτόσουν(α) | ανακαλύφτηκες, ανακαλύφθηκες, [{ανεκαλύφθης}] |
| 3 sg | ανακάλυπτε | ανακάλυψε | ανακαλυπτόταν(ε) | ανακαλύφτηκε, ανακαλύφθηκε, {ανεκαλύφθη} |
| 1 pl | ανακαλύπταμε | ανακαλύψαμε | ανακαλυπτόμασταν, (‑όμαστε) | ανακαλυφτήκαμε, ανακαλυφθήκαμε, [{ανεκαλύφθημεν}] |
| 2 pl | ανακαλύπτατε | ανακαλύψατε | ανακαλυπτόσασταν, (‑όσαστε) | ανακαλυφτήκατε, ανακαλυφθήκατε, [{ανεκαλύφθητε}] |
| 3 pl | ανακάλυπταν, ανακαλύπταν(ε) | ανακάλυψαν, ανακαλύψαν(ε) | ανακαλύπτονταν, (ανακαλυπτόντουσαν) | ανακαλύφτηκαν, ανακαλυφτήκαν(ε), ανακαλύφθηκαν, {ανεκαλύφθησαν} |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα ανακαλύψω ➤ | θα ανακαλύπτομαι ➤ | θα ανακαλυφτώ / ανακαλυφθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανακαλύπτεις, … | θα ανακαλύψεις, … | θα ανακαλύπτεσαι, … | θα ανακαλυφτείς / ανακαλυφθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανακαλύψει έχω, έχεις, … ανακαλυμμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανακαλυφτεί / ανακαλυφθεί είμαι, είσαι, … ανακαλυμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανακαλύψει είχα, είχες, … ανακαλυμμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανακαλυφτεί / ανακαλυφθεί ήμουν, ήσουν, … ανακαλυμμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανακαλύψει θα έχω, θα έχεις, … ανακαλυμμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανακαλυφτεί / ανακαλυφθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακαλυμμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | ανακάλυπτε | ανακάλυψε | — | ανακαλύψου |
| 2 pl | ανακαλύπτετε | ανακαλύψτε | ανακαλύπτεστε, {ανακαλύπτεσθε} | ανακαλυφτείτε, ανακαλυφθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | ανακαλύπτοντας ➤ | ανακαλυπτόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας ανακαλύψει ➤ | [ανακαλυμμένος,‑-η,‑-ο] ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | ανακαλύψει | ανακαλυφτεί, ανακαλυφθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
1. All forms with -φθ- are more formal, with -φτ- less formal. • Also, formal passive past participle ανακαλυφθείς (anakalyftheís), ανακαλυφθείσα (anakalyftheísa), ανακαλυφθέν (anakalyfthén) • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- πρωτοανακαλύπτω (protoanakalýpto, “discover for the first time”)
Related terms
- ανακαλυφθείς (anakalyftheís, past passive participle) (learned), ανακαλυφθείσα (anakalyftheísa), ανακαλυφθέν (anakalyfthén)
- ανακάλυψη f (anakálypsi, “discovery”)
- and see: καλύπτω (kalýpto, “cover”)