πρωτοανακαλύπτω
Greek
Etymology
πρωτο- (“first”) + ανα- (“re-”) + καλύπτω (“cover”) (πρωτο- (proto-) + ανακαλύπτω (anakalýpto, “discover”))
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.to.a.na.kaˈli.pto/
- Hyphenation: πρω‧το‧α‧να‧κα‧λύ‧πτω
Verb
πρωτοανακαλύπτω • (protoanakalýpto) (past πρωτοανακάλυψα, passive πρωτοανακαλύπτομαι)
- to discover for the first time
Conjugation
πρωτοανακαλύπτω πρωτοανακαλύπτομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | πρωτοανακαλύψω | πρωτοανακαλύπτομαι | πρωτοανακαλυφτώ, πρωτοανακαλυφθώ1 | |
| 2 sg | πρωτοανακαλύπτεις | πρωτοανακαλύψεις | πρωτοανακαλύπτεσαι | πρωτοανακαλυφτείς, πρωτοανακαλυφθείς |
| 3 sg | πρωτοανακαλύπτει | πρωτοανακαλύψει | πρωτοανακαλύπτεται | πρωτοανακαλυφτεί, πρωτοανακαλυφθεί |
| 1 pl | πρωτοανακαλύπτουμε, [‑ομε] | πρωτοανακαλύψουμε, [‑ομε] | πρωτοανακαλυπτόμαστε | πρωτοανακαλυφτούμε, πρωτοανακαλυφθούμε |
| 2 pl | πρωτοανακαλύπτετε | πρωτοανακαλύψετε | πρωτοανακαλύπτεστε, πρωτοανακαλυπτόσαστε | πρωτοανακαλυφτείτε, πρωτοανακαλυφθείτε |
| 3 pl | πρωτοανακαλύπτουν(ε) | πρωτοανακαλύψουν(ε) | πρωτοανακαλύπτονται | πρωτοανακαλυφτούν(ε), πρωτοανακαλυφθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | πρωτοανακάλυπτα | πρωτοανακάλυψα | πρωτοανακαλυπτόμουν(α) | πρωτοανακαλύφτηκα, πρωτοανακαλύφθηκα1 |
| 2 sg | πρωτοανακάλυπτες | πρωτοανακάλυψες | πρωτοανακαλυπτόσουν(α) | πρωτοανακαλύφτηκες, πρωτοανακαλύφθηκες |
| 3 sg | πρωτοανακάλυπτε | πρωτοανακάλυψε | πρωτοανακαλυπτόταν(ε) | πρωτοανακαλύφτηκε, πρωτοανακαλύφθηκε |
| 1 pl | πρωτοανακαλύπταμε | πρωτοανακαλύψαμε | πρωτοανακαλυπτόμασταν, (‑όμαστε) | πρωτοανακαλυφτήκαμε, πρωτοανακαλυφθήκαμε |
| 2 pl | πρωτοανακαλύπτατε | πρωτοανακαλύψατε | πρωτοανακαλυπτόσασταν, (‑όσαστε) | πρωτοανακαλυφτήκατε, πρωτοανακαλυφθήκατε |
| 3 pl | πρωτοανακάλυπταν, πρωτοανακαλύπταν(ε) | πρωτοανακάλυψαν, πρωτοανακαλύψαν(ε) | πρωτοανακαλύπτονταν, (πρωτοανακαλυπτόντουσαν) | πρωτοανακαλύφτηκαν, πρωτοανακαλυφτήκαν(ε), πρωτοανακαλύφθηκαν, πρωτοανακαλυφθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα πρωτοανακαλύψω ➤ | θα πρωτοανακαλύπτομαι ➤ | θα πρωτοανακαλυφτώ / πρωτοανακαλυφθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα πρωτοανακαλύπτεις, … | θα πρωτοανακαλύψεις, … | θα πρωτοανακαλύπτεσαι, … | θα πρωτοανακαλυφτείς / πρωτοανακαλυφθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … πρωτοανακαλύψει | έχω, έχεις, … πρωτοανακαλυφτεί / πρωτοανακαλυφθεί | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … πρωτοανακαλύψει | είχα, είχες, … πρωτοανακαλυφτεί / πρωτοανακαλυφθεί | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … πρωτοανακαλύψει | θα έχω, θα έχεις, … πρωτοανακαλυφτεί / πρωτοανακαλυφθεί | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | πρωτοανακάλυπτε | πρωτοανακάλυψε | — | πρωτοανακαλύψου |
| 2 pl | πρωτοανακαλύπτετε | πρωτοανακαλύψτε | πρωτοανακαλύπτεστε | πρωτοανακαλυφτείτε, πρωτοανακαλυφθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | πρωτοανακαλύπτοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας πρωτοανακαλύψει ➤ | — | ||
| Nonfinite form➤ | πρωτοανακαλύψει | πρωτοανακαλυφτεί, πρωτοανακαλυφθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
1. All forms with -φθ- are more formal, with -φτ- less formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- ανακαλύπτω (anakalýpto, “discover”)
- ανακάλυψη f (anakálypsi, “discovery”)
- and see: καλύπτω (kalýpto, “cover”)