ανακινώ
See also: ἀνακινῶ
Greek
Alternative forms
- ανακουνώ (anakounó) (very rare)
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἀνακινῶ (anakinô), contracted form of ἀνακινέω (anakinéō). By surface analysis, ανα- (“re-”) + κινώ (“move”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.ciˈno/
- Hyphenation: α‧να‧κι‧νώ
Verb
ανακινώ • (anakinó) (past ανακίνησα, passive ανακινούμαι)
- to shake, agitate (bottle contents)
- (figuratively) to agitate, stir up
- to raise, bring up (for discussion)
Conjugation
ανακινώ, ανακινούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | ανακινήσω | ανακινούμαι | ανακινηθώ | |
| 2 sg | ανακινείς | ανακινήσεις | ανακινείσαι | ανακινηθείς |
| 3 sg | ανακινεί | ανακινήσει | ανακινείται | ανακινηθεί |
| 1 pl | ανακινούμε | ανακινήσουμε, [-ομε] | ανακινούμαστε | ανακινηθούμε |
| 2 pl | ανακινείτε | ανακινήσετε | ανακινείστε | ανακινηθείτε |
| 3 pl | ανακινούν(ε) | ανακινήσουν(ε) | ανακινούνται | ανακινηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | ανακινούσα | ανακίνησα | [ανακινούμουν(α)] | ανακινήθηκα |
| 2 sg | ανακινούσες | ανακίνησες | [ανακινούσουν(α)] | ανακινήθηκες |
| 3 sg | ανακινούσε | ανακίνησε | ανακινούνταν, {ανακινείτο} | ανακινήθηκε |
| 1 pl | ανακινούσαμε | ανακινήσαμε | ανακινούμασταν, (‑ούμαστε) | ανακινηθήκαμε |
| 2 pl | ανακινούσατε | ανακινήσατε | [ανακινούσασταν, (‑ούσαστε)] | ανακινηθήκατε |
| 3 pl | ανακινούσαν(ε) | ανακίνησαν, ανακινήσαν(ε) | ανακινούνταν, {ανακινούντο} | ανακινήθηκαν, ανακινηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα ανακινήσω ➤ | θα ανακινούμαι ➤ | θα ανακινηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ανακινείς, … | θα ανακινήσεις, … | θα ανακινείσαι, … | θα ανακινηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ανακινήσει έχω, έχεις, … ανακινημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ανακινηθεί είμαι, είσαι, … ανακινημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ανακινήσει είχα, είχες, … ανακινημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ανακινηθεί ήμουν, ήσουν, … ανακινημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ανακινήσει θα έχω, θα έχεις, … ανακινημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ανακινηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ανακινημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | ανακίνησε | — | ανακινήσου |
| 2 pl | ανακινείτε | ανακινήστε | ανακινείστε | ανακινηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | ανακινώντας ➤ | ανακινούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας ανακινήσει ➤ | ανακινημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | ανακινήσει | ανακινηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- ανακίνηση f (anakínisi, “agitating, stirring”)