αντιασφυξιογόνος
Greek
Etymology
αντι- (anti-) + ασφυξιογόνος (asfyxiogónos, “asphyxiating”)
Adjective
αντιασφυξιογόνος • (antiasfyxiogónos) m (feminine αντιασφυξιογόνη, neuter αντιασφυξιογόνο)
- antigas, against asphyxiating
- Antonym: ασφυξιογόνος (asfyxiogónos)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | αντιασφυξιογόνος (antiasfyxiogónos) | αντιασφυξιογόνος (antiasfyxiogónos) αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna) |
αντιασφυξιογόνο (antiasfyxiogóno) | αντιασφυξιογόνοι (antiasfyxiogónoi) | αντιασφυξιογόνοι (antiasfyxiogónoi) αντιασφυξιογόνες (antiasfyxiogónes) |
αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna) | |
| genitive | αντιασφυξιογόνου (antiasfyxiogónou) | αντιασφυξιογόνου (antiasfyxiogónou) αντιασφυξιογόνας (antiasfyxiogónas) |
αντιασφυξιογόνου (antiasfyxiogónou) | αντιασφυξιογόνων (antiasfyxiogónon) | αντιασφυξιογόνων (antiasfyxiogónon) | αντιασφυξιογόνων (antiasfyxiogónon) | |
| accusative | αντιασφυξιογόνο (antiasfyxiogóno) | αντιασφυξιογόνο (antiasfyxiogóno) αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna) |
αντιασφυξιογόνο (antiasfyxiogóno) | αντιασφυξιογόνους (antiasfyxiogónous) | αντιασφυξιογόνους (antiasfyxiogónous) αντιασφυξιογόνες (antiasfyxiogónes) |
αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna) | |
| vocative | αντιασφυξιογόνε (antiasfyxiogóne) | αντιασφυξιογόνε (antiasfyxiogóne) αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna) |
αντιασφυξιογόνο (antiasfyxiogóno) | αντιασφυξιογόνοι (antiasfyxiogónoi) | αντιασφυξιογόνοι (antiasfyxiogónoi) αντιασφυξιογόνες (antiasfyxiogónes) |
αντιασφυξιογόνα (antiasfyxiogóna) | |
Related terms
- αντιασφυξιογόνος μάσκα f (antiasfyxiogónos máska, “gas mask”)