αντιασφυξιογόνος μάσκα

Greek

Noun

αντιασφυξιογόνος μάσκα • (antiasfyxiogónos máskaf (plural αντιασφυξιογόνοι μάσκες)

  1. gas mask

Declension

see: αντιασφυξιογόνος (antiasfyxiogónos) and μάσκα (máska)