αντιασφυξιογόνος μάσκα
Greek
Noun
αντιασφυξιογόνος μάσκα • (antiasfyxiogónos máska) f (plural αντιασφυξιογόνοι μάσκες)
Declension
- see: αντιασφυξιογόνος (antiasfyxiogónos) and μάσκα (máska)
αντιασφυξιογόνος μάσκα • (antiasfyxiogónos máska) f (plural αντιασφυξιογόνοι μάσκες)