αντικατοπτρίζω
Greek
Etymology
Learnedly from αντι- (anti-) + κατοπτρίζω (katoptrízo) with semantic loan from French refléter in the figurative sense.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /an.di.ka.topˈtɾi.zo/
- Hyphenation: α‧ντι‧κα‧τοπ‧τρί‧ζω
Verb
αντικατοπτρίζω • (antikatoptrízo) (past αντικατόπτρισα, passive αντικατοπτρίζομαι, ppp αντικατοπτρισμένος) (transitive)
- (literally, rare) to mirror, to reflect
- (figuratively) to reflect (to give evidence of, to be an expression or manifestation of)
Conjugation
αντικατοπτρίζω αντικατοπτρίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | αντικατοπτρίσω | αντικατοπτρίζομαι | αντικατοπτριστώ | |
| 2 sg | αντικατοπτρίζεις | αντικατοπτρίσεις | αντικατοπτρίζεσαι | αντικατοπτριστείς |
| 3 sg | αντικατοπτρίζει | αντικατοπτρίσει | αντικατοπτρίζεται | αντικατοπτριστεί |
| 1 pl | αντικατοπτρίζουμε, [‑ομε] | αντικατοπτρίσουμε, [‑ομε] | αντικατοπτριζόμαστε | αντικατοπτριστούμε |
| 2 pl | αντικατοπτρίζετε | αντικατοπτρίσετε | αντικατοπτρίζεστε, αντικατοπτριζόσαστε | αντικατοπτριστείτε |
| 3 pl | αντικατοπτρίζουν(ε) | αντικατοπτρίσουν(ε) | αντικατοπτρίζονται | αντικατοπτριστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | αντικατόπτριζα | αντικατόπτρισα | αντικατοπτριζόμουν(α) | αντικατοπτρίστηκα |
| 2 sg | αντικατόπτριζες | αντικατόπτρισες | αντικατοπτριζόσουν(α) | αντικατοπτρίστηκες |
| 3 sg | αντικατόπτριζε | αντικατόπτρισε | αντικατοπτριζόταν(ε) | αντικατοπτρίστηκε |
| 1 pl | αντικατοπτρίζαμε | αντικατοπτρίσαμε | αντικατοπτριζόμασταν, (‑όμαστε) | αντικατοπτριστήκαμε |
| 2 pl | αντικατοπτρίζατε | αντικατοπτρίσατε | αντικατοπτριζόσασταν, (‑όσαστε) | αντικατοπτριστήκατε |
| 3 pl | αντικατόπτριζαν, αντικατοπτρίζαν(ε) | αντικατόπτρισαν, αντικατοπτρίσαν(ε) | αντικατοπτρίζονταν, (αντικατοπτριζόντουσαν) | αντικατοπτρίστηκαν, αντικατοπτριστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα αντικατοπτρίσω ➤ | θα αντικατοπτρίζομαι ➤ | θα αντικατοπτριστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αντικατοπτρίζεις, … | θα αντικατοπτρίσεις, … | θα αντικατοπτρίζεσαι, … | θα αντικατοπτριστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αντικατοπτρίσει έχω, έχεις, … αντικατοπτρισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αντικατοπτριστεί είμαι, είσαι, … αντικατοπτρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αντικατοπτρίσει είχα, είχες, … αντικατοπτρισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αντικατοπτριστεί ήμουν, ήσουν, … αντικατοπτρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αντικατοπτρίσει θα έχω, θα έχεις, … αντικατοπτρισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αντικατοπτριστεί θα είμαι, θα είσαι, … αντικατοπτρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | αντικατόπτριζε | αντικατόπτρισε | — | αντικατοπτρίσου |
| 2 pl | αντικατοπτρίζετε | αντικατοπτρίστε | αντικατοπτρίζεστε | αντικατοπτριστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | αντικατοπτρίζοντας ➤ | αντικατοπτριζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας αντικατοπτρίσει ➤ | αντικατοπτρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | αντικατοπτρίσει | αντικατοπτριστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- καθρεφτίζω (kathreftízo)
Related terms
- αντικατοπτρισμός m (antikatoptrismós, “mirage”)
References
- ^ αντικατοπτρίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language