αξιοποιώ
Greek
Etymology
Learnedly from αξιο- (axio-) + -ποιώ (-poió), a calque of French mettre en valeur.[1]
Verb
αξιοποιώ • (axiopoió) (past αξιοποίησα, passive αξιοποιούμαι, ppp αξιοποιημένος)
Conjugation
αξιοποιώ, αξιοποιούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | αξιοποιήσω | αξιοποιούμαι | αξιοποιηθώ | |
| 2 sg | αξιοποιείς | αξιοποιήσεις | αξιοποιείσαι | αξιοποιηθείς |
| 3 sg | αξιοποιεί | αξιοποιήσει | αξιοποιείται | αξιοποιηθεί |
| 1 pl | αξιοποιούμε | αξιοποιήσουμε, [-ομε] | αξιοποιούμαστε, αξιοποιόμαστε | αξιοποιηθούμε |
| 2 pl | αξιοποιείτε | αξιοποιήσετε | αξιοποιείστε, (αξιοποιόσαστε) | αξιοποιηθείτε |
| 3 pl | αξιοποιούν(ε) | αξιοποιήσουν(ε) | αξιοποιούνται | αξιοποιηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | αξιοποιούσα | αξιοποίησα | αξιοποιούμουν(α), αξιοποιόμουν(α) | αξιοποιήθηκα |
| 2 sg | αξιοποιούσες | αξιοποίησες | [αξιοποιούσουν(α)], αξιοποιόσουν(α) | αξιοποιήθηκες |
| 3 sg | αξιοποιούσε | αξιοποίησε | αξιοποιούνταν, αξιοποιόταν(ε), {αξιοποιείτο} | αξιοποιήθηκε |
| 1 pl | αξιοποιούσαμε | αξιοποιήσαμε | αξιοποιούμασταν, (‑ούμαστε), αξιοποιόμασταν, (‑όμαστε) | αξιοποιηθήκαμε |
| 2 pl | αξιοποιούσατε | αξιοποιήσατε | [αξιοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], αξιοποιόσασταν, (‑όσαστε) | αξιοποιηθήκατε |
| 3 pl | αξιοποιούσαν(ε) | αξιοποίησαν, αξιοποιήσαν(ε) | αξιοποιούνταν, αξιοποιόνταν(ε), (αξιοποιόντουσαν), {αξιοποιούντο} | αξιοποιήθηκαν, αξιοποιηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα αξιοποιήσω ➤ | θα αξιοποιούμαι ➤ | θα αξιοποιηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αξιοποιείς, … | θα αξιοποιήσεις, … | θα αξιοποιείσαι, … | θα αξιοποιηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αξιοποιήσει έχω, έχεις, … αξιοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αξιοποιηθεί είμαι, είσαι, … αξιοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αξιοποιήσει είχα, είχες, … αξιοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αξιοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … αξιοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αξιοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | αξιοποίησε | — | αξιοποιήσου |
| 2 pl | αξιοποιείτε | αξιοποιήστε | αξιοποιείστε | αξιοποιηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | αξιοποιώντας ➤ | αξιοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας αξιοποιήσει ➤ | αξιοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | αξιοποιήσει | αξιοποιηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αξιοποίηση f (axiopoíisi, “utilisation”)
References
- ^ αξιοποιώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language