απαιτητικότητα

Greek

Noun

απαιτητικότητα • (apaititikótitaf (uncountable)

  1. demandingness

Declension

Declension of απαιτητικότητα
singular plural
nominative απαιτητικότητα (apaititikótita) απαιτητικότητες (apaititikótites)
genitive απαιτητικότητας (apaititikótitas) απαιτητικοτήτων (apaititikotíton)
accusative απαιτητικότητα (apaititikótita) απαιτητικότητες (apaititikótites)
vocative απαιτητικότητα (apaititikótita) απαιτητικότητες (apaititikótites)