απαραδειγμάτιστος
Greek
Adjective
απαραδειγμάτιστος • (aparadeigmátistos) m (feminine απαραδειγμάτιστη, neuter απαραδειγμάτιστο)
Declension
| singular | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
| nominative | απαραδειγμάτιστος (aparadeigmátistos) | απαραδειγμάτιστη (aparadeigmátisti) | απαραδειγμάτιστο (aparadeigmátisto) | απαραδειγμάτιστοι (aparadeigmátistoi) | απαραδειγμάτιστες (aparadeigmátistes) | απαραδειγμάτιστα (aparadeigmátista) | |
| genitive | απαραδειγμάτιστου (aparadeigmátistou) | απαραδειγμάτιστης (aparadeigmátistis) | απαραδειγμάτιστου (aparadeigmátistou) | απαραδειγμάτιστων (aparadeigmátiston) | απαραδειγμάτιστων (aparadeigmátiston) | απαραδειγμάτιστων (aparadeigmátiston) | |
| accusative | απαραδειγμάτιστο (aparadeigmátisto) | απαραδειγμάτιστη (aparadeigmátisti) | απαραδειγμάτιστο (aparadeigmátisto) | απαραδειγμάτιστους (aparadeigmátistous) | απαραδειγμάτιστες (aparadeigmátistes) | απαραδειγμάτιστα (aparadeigmátista) | |
| vocative | απαραδειγμάτιστε (aparadeigmátiste) | απαραδειγμάτιστη (aparadeigmátisti) | απαραδειγμάτιστο (aparadeigmátisto) | απαραδειγμάτιστοι (aparadeigmátistoi) | απαραδειγμάτιστες (aparadeigmátistes) | απαραδειγμάτιστα (aparadeigmátista) | |
Related terms
- see: παράδειγμα n (parádeigma, “example”)