αποδοκιμάζω
See also: ἀποδοκιμάζω
Greek
Etymology
Learnedly, from Ancient Greek ἀποδοκιμάζω (apodokimázō). By surface analysis, απο- (apo-) + δοκιμάζω (dokimázo, “to try out, to test”)
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.ðo.ciˈma.zo/
- Hyphenation: α‧πο‧δο‧κι‧μά‧ζω
Verb
αποδοκιμάζω • (apodokimázo) (past αποδοκίμασα, passive αποδοκιμάζομαι)
- to disapprove of, condemn
- Antonym: επιδοκιμάζω (epidokimázo)
Conjugation
αποδοκιμάζω αποδοκιμάζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | αποδοκιμάσω | αποδοκιμάζομαι | αποδοκιμαστώ, αποδοκιμασθώ | |
| 2 sg | αποδοκιμάζεις | αποδοκιμάσεις | αποδοκιμάζεσαι | αποδοκιμαστείς, αποδοκιμασθείς |
| 3 sg | αποδοκιμάζει | αποδοκιμάσει | αποδοκιμάζεται | αποδοκιμαστεί, αποδοκιμασθεί |
| 1 pl | αποδοκιμάζουμε, [‑ομε] | αποδοκιμάσουμε, [‑ομε] | αποδοκιμαζόμαστε | αποδοκιμαστούμε, αποδοκιμασθούμε |
| 2 pl | αποδοκιμάζετε | αποδοκιμάσετε | αποδοκιμάζεστε, αποδοκιμαζόσαστε | αποδοκιμαστείτε, αποδοκιμασθείτε |
| 3 pl | αποδοκιμάζουν(ε) | αποδοκιμάσουν(ε) | αποδοκιμάζονται | αποδοκιμαστούν(ε), αποδοκιμασθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | αποδοκίμαζα | αποδοκίμασα | αποδοκιμαζόμουν(α) | αποδοκιμάστηκα, αποδοκιμάσθηκα |
| 2 sg | αποδοκίμαζες | αποδοκίμασες | αποδοκιμαζόσουν(α) | αποδοκιμάστηκες, αποδοκιμάσθηκες |
| 3 sg | αποδοκίμαζε | αποδοκίμασε | αποδοκιμαζόταν(ε) | αποδοκιμάστηκε, αποδοκιμάσθηκε |
| 1 pl | αποδοκιμάζαμε | αποδοκιμάσαμε | αποδοκιμαζόμασταν, (‑όμαστε) | αποδοκιμαστήκαμε, αποδοκιμασθήκαμε |
| 2 pl | αποδοκιμάζατε | αποδοκιμάσατε | αποδοκιμαζόσασταν, (‑όσαστε) | αποδοκιμαστήκατε, αποδοκιμασθήκατε |
| 3 pl | αποδοκίμαζαν, αποδοκιμάζαν(ε) | αποδοκίμασαν, αποδοκιμάσαν(ε) | αποδοκιμάζονταν, (αποδοκιμαζόντουσαν) | αποδοκιμάστηκαν, αποδοκιμαστήκαν(ε), αποδοκιμάσθηκαν, αποδοκιμασθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα αποδοκιμάσω ➤ | θα αποδοκιμάζομαι ➤ | θα αποδοκιμαστώ / αποδοκιμασθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποδοκιμάζεις, … | θα αποδοκιμάσεις, … | θα αποδοκιμάζεσαι, … | θα αποδοκιμαστείς / αποδοκιμασθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποδοκιμάσει έχω, έχεις, … αποδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αποδοκιμαστεί / αποδοκιμασθεί είμαι, είσαι, … αποδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποδοκιμάσει είχα, είχες, … αποδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αποδοκιμαστεί / αποδοκιμασθεί ήμουν, ήσουν, … αποδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποδοκιμάσει θα έχω, θα έχεις, … αποδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αποδοκιμαστεί / αποδοκιμασθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | αποδοκίμαζε | αποδοκίμασε | — | αποδοκιμάσου |
| 2 pl | αποδοκιμάζετε | αποδοκιμάστε | αποδοκιμάζεστε | αποδοκιμαστείτε, αποδοκιμασθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | αποδοκιμάζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας αποδοκιμάσει ➤ | αποδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | αποδοκιμάσει | αποδοκιμαστεί, αποδοκιμασθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αποδοκιμασία f (apodokimasía, “disapproval”)
- αποδοκιμαστικός (apodokimastikós, “disapproving”, adjective)
- and see: δοκιμάζω (dokimázo, “I try”)