επιδοκιμάζω
Greek
Etymology
επι- (epi-) + δοκιμάζω (dokimázo)
Pronunciation
- IPA(key): /e.pi.ðo.ciˈma.zo/
- Hyphenation: ε‧πι‧δο‧κι‧μά‧ζω
Verb
επιδοκιμάζω • (epidokimázo) (past επιδοκίμασα, passive επιδοκιμάζομαι)
Conjugation
επιδοκιμάζω επιδοκιμάζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | επιδοκιμάσω | επιδοκιμάζομαι | επιδοκιμαστώ, επιδοκιμασθώ | |
| 2 sg | επιδοκιμάζεις | επιδοκιμάσεις | επιδοκιμάζεσαι | επιδοκιμαστείς, επιδοκιμασθείς |
| 3 sg | επιδοκιμάζει | επιδοκιμάσει | επιδοκιμάζεται | επιδοκιμαστεί, επιδοκιμασθεί |
| 1 pl | επιδοκιμάζουμε, [‑ομε] | επιδοκιμάσουμε, [‑ομε] | επιδοκιμαζόμαστε | επιδοκιμαστούμε, επιδοκιμασθούμε |
| 2 pl | επιδοκιμάζετε | επιδοκιμάσετε | επιδοκιμάζεστε, επιδοκιμαζόσαστε | επιδοκιμαστείτε, επιδοκιμασθείτε |
| 3 pl | επιδοκιμάζουν(ε) | επιδοκιμάσουν(ε) | επιδοκιμάζονται | επιδοκιμαστούν(ε), επιδοκιμασθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | επιδοκίμαζα | επιδοκίμασα | επιδοκιμαζόμουν(α) | επιδοκιμάστηκα, επιδοκιμάσθηκα |
| 2 sg | επιδοκίμαζες | επιδοκίμασες | επιδοκιμαζόσουν(α) | επιδοκιμάστηκες, επιδοκιμάσθηκες |
| 3 sg | επιδοκίμαζε | επιδοκίμασε | επιδοκιμαζόταν(ε) | επιδοκιμάστηκε, επιδοκιμάσθηκε |
| 1 pl | επιδοκιμάζαμε | επιδοκιμάσαμε | επιδοκιμαζόμασταν, (‑όμαστε) | επιδοκιμαστήκαμε, επιδοκιμασθήκαμε |
| 2 pl | επιδοκιμάζατε | επιδοκιμάσατε | επιδοκιμαζόσασταν, (‑όσαστε) | επιδοκιμαστήκατε, επιδοκιμασθήκατε |
| 3 pl | επιδοκίμαζαν, επιδοκιμάζαν(ε) | επιδοκίμασαν, επιδοκιμάσαν(ε) | επιδοκιμάζονταν, (επιδοκιμαζόντουσαν) | επιδοκιμάστηκαν, επιδοκιμαστήκαν(ε), επιδοκιμάσθηκαν, επιδοκιμασθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα επιδοκιμάσω ➤ | θα επιδοκιμάζομαι ➤ | θα επιδοκιμαστώ / επιδοκιμασθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επιδοκιμάζεις, … | θα επιδοκιμάσεις, … | θα επιδοκιμάζεσαι, … | θα επιδοκιμαστείς / επιδοκιμασθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επιδοκιμάσει έχω, έχεις, … επιδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί είμαι, είσαι, … επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επιδοκιμάσει είχα, είχες, … επιδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί ήμουν, ήσουν, … επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμάσει θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … επιδοκιμαστεί / επιδοκιμασθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | επιδοκίμαζε | επιδοκίμασε | — | επιδοκιμάσου |
| 2 pl | επιδοκιμάζετε | επιδοκιμάστε | επιδοκιμάζεστε | επιδοκιμαστείτε, επιδοκιμασθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | επιδοκιμάζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας επιδοκιμάσει ➤ | επιδοκιμασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | επιδοκιμάσει | επιδοκιμαστεί, επιδοκιμασθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Antonyms
- αποδοκιμάζω (apodokimázo, “to condemn”)
Related terms
- επιδοκιμασία f (epidokimasía, “approval”)
- επιδοκιμαστικός (epidokimastikós, “approving”)