αποστρόφων

See also: ἀποστρόφων, αποστροφών, and ἀποστροφῶν

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /a.poˈstɾo.fon/
  • Hyphenation: α‧πο‧στρό‧φων

Noun

αποστρόφων • (apostrófonf

  1. genitive plural of απόστροφος (apóstrofos)