αρνησικυρία

Greek

Etymology

αρνησι- (arnisi-) +‎ κυρία (kyría)

Noun

αρνησικυρία • (arnisikyríaf (plural αρνησικυρίες)

  1. veto

Declension

Declension of αρνησικυρία
singular plural
nominative αρνησικυρία (arnisikyría) αρνησικυρίες (arnisikyríes)
genitive αρνησικυρίας (arnisikyrías) αρνησικυριών (arnisikyrión)
accusative αρνησικυρία (arnisikyría) αρνησικυρίες (arnisikyríes)
vocative αρνησικυρία (arnisikyría) αρνησικυρίες (arnisikyríes)

Further reading