ατμοσφαιρικός

Greek

Adjective

ατμοσφαιρικός • (atmosfairikósm (feminine ατμοσφαιρική, neuter ατμοσφαιρικό)

  1. atmospheric (relating to the air)

Declension

Declension of ατμοσφαιρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ατμοσφαιρικός (atmosfairikós) ατμοσφαιρική (atmosfairikí) ατμοσφαιρικό (atmosfairikó) ατμοσφαιρικοί (atmosfairikoí) ατμοσφαιρικές (atmosfairikés) ατμοσφαιρικά (atmosfairiká)
genitive ατμοσφαιρικού (atmosfairikoú) ατμοσφαιρικής (atmosfairikís) ατμοσφαιρικού (atmosfairikoú) ατμοσφαιρικών (atmosfairikón) ατμοσφαιρικών (atmosfairikón) ατμοσφαιρικών (atmosfairikón)
accusative ατμοσφαιρικό (atmosfairikó) ατμοσφαιρική (atmosfairikí) ατμοσφαιρικό (atmosfairikó) ατμοσφαιρικούς (atmosfairikoús) ατμοσφαιρικές (atmosfairikés) ατμοσφαιρικά (atmosfairiká)
vocative ατμοσφαιρικέ (atmosfairiké) ατμοσφαιρική (atmosfairikí) ατμοσφαιρικό (atmosfairikó) ατμοσφαιρικοί (atmosfairikoí) ατμοσφαιρικές (atmosfairikés) ατμοσφαιρικά (atmosfairiká)

Further reading