επιχειρώ
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐπιχειρέω / ἐπιχειρῶ.
Pronunciation
- IPA(key): /epiçiˈro/
- Hyphenation: ε‧πι‧χει‧ρώ
Verb
επιχειρώ • (epicheiró) (past επιχείρησα, passive επιχειρούμαι, p‑past επιχειρήθηκα, ppp επιχειρημένος)
Conjugation
επιχειρώ, επιχειρούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | επιχειρήσω | επιχειρούμαι | επιχειρηθώ | |
| 2 sg | επιχειρείς | επιχειρήσεις | επιχειρείσαι | επιχειρηθείς |
| 3 sg | επιχειρεί | επιχειρήσει | επιχειρείται | επιχειρηθεί |
| 1 pl | επιχειρούμε | επιχειρήσουμε, [-ομε] | επιχειρούμαστε | επιχειρηθούμε |
| 2 pl | επιχειρείτε | επιχειρήσετε | επιχειρείστε | επιχειρηθείτε |
| 3 pl | επιχειρούν(ε) | επιχειρήσουν(ε) | επιχειρούνται | επιχειρηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | επιχειρούσα | επιχείρησα, επεχείρησα | [επιχειρούμουν(α)] | επιχειρήθηκα |
| 2 sg | επιχειρούσες | επιχείρησες, επεχείρησες | [επιχειρούσουν(α)] | επιχειρήθηκες |
| 3 sg | επιχειρούσε | επιχείρησε, επεχείρησε | επιχειρούνταν, {επιχειρείτο} - [{επεχειρείτο}] | επιχειρήθηκε |
| 1 pl | επιχειρούσαμε | επιχειρήσαμε | επιχειρούμασταν, (‑ούμαστε) | επιχειρηθήκαμε |
| 2 pl | επιχειρούσατε | επιχειρήσατε | [επιχειρούσασταν, (‑ούσαστε)] | επιχειρηθήκατε |
| 3 pl | επιχειρούσαν(ε) | επιχείρησαν, επιχειρήσαν(ε), επεχείρησαν | επιχειρούνταν, {επιχειρούντο}, [{επεχειρούντο}] | επιχειρήθηκαν, επιχειρηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα επιχειρήσω ➤ | θα επιχειρούμαι ➤ | θα επιχειρηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα επιχειρείς, … | θα επιχειρήσεις, … | θα επιχειρείσαι, … | θα επιχειρηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … επιχειρήσει έχω, έχεις, … επιχειρημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … επιχειρηθεί είμαι, είσαι, … επιχειρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … επιχειρήσει είχα, είχες, … επιχειρημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … επιχειρηθεί ήμουν, ήσουν, … επιχειρημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … επιχειρήσει θα έχω, θα έχεις, … επιχειρημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … επιχειρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιχειρημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | επιχείρησε | — | επιχειρήσου |
| 2 pl | επιχειρείτε | επιχειρήστε | επιχειρείστε | επιχειρηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | επιχειρώντας ➤ | επιχειρούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας επιχειρήσει ➤ | επιχειρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | επιχειρήσει | επιχειρηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- and see: χείρα f (cheíra, “hand”)
- αντεπιχείρημα n (antepicheírima, “counterargument”)
- επίχειρα n pl (epícheira, “punishment”) (formal)
- επιχείρημα n (epicheírima, “argument, reasoning”)
- επιχειρηματίας m or f (epicheirimatías, “businessman, businesswoman”)
- επιχειρηματικός (epicheirimatikós, “enterprising”)
- επιχειρηματολογία f (epicheirimatología, “argumentation”)
- επιχείρηση f (epicheírisi, “business, firm, company, undertaking”)
- επιχειρησιακός (epicheirisiakós, “business”)
- επιχειρούμενος (epicheiroúmenos, participle)
- μεγαλοεπιχειρηματίας m (megaloepicheirimatías, “businessman of large scale”)