κατευνάζω
Greek
Verb
κατευνάζω • (katevnázo) (past κατεύνασα, passive κατευνάζομαι)
Conjugation
κατευνάζω κατευνάζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | κατευνάσω | κατευνάζομαι | κατευναστώ, κατευνασθώ | |
| 2 sg | κατευνάζεις | κατευνάσεις | κατευνάζεσαι | κατευναστείς, κατευνασθείς |
| 3 sg | κατευνάζει | κατευνάσει | κατευνάζεται | κατευναστεί, κατευνασθεί |
| 1 pl | κατευνάζουμε, [‑ομε] | κατευνάσουμε, [‑ομε] | κατευναζόμαστε | κατευναστούμε, κατευνασθούμε |
| 2 pl | κατευνάζετε | κατευνάσετε | κατευνάζεστε, κατευναζόσαστε | κατευναστείτε, κατευνασθείτε |
| 3 pl | κατευνάζουν(ε) | κατευνάσουν(ε) | κατευνάζονται | κατευναστούν(ε), κατευνασθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | κατεύναζα | κατεύνασα | κατευναζόμουν(α) | κατευνάστηκα, κατευνάσθηκα |
| 2 sg | κατεύναζες | κατεύνασες | κατευναζόσουν(α) | κατευνάστηκες, κατευνάσθηκες |
| 3 sg | κατεύναζε | κατεύνασε | κατευναζόταν(ε) | κατευνάστηκε, κατευνάσθηκε |
| 1 pl | κατευνάζαμε | κατευνάσαμε | κατευναζόμασταν, (‑όμαστε) | κατευναστήκαμε, κατευνασθήκαμε |
| 2 pl | κατευνάζατε | κατευνάσατε | κατευναζόσασταν, (‑όσαστε) | κατευναστήκατε, κατευνασθήκατε |
| 3 pl | κατεύναζαν, κατευνάζαν(ε) | κατεύνασαν, κατευνάσαν(ε) | κατευνάζονταν, (κατευναζόντουσαν) | κατευνάστηκαν, κατευναστήκαν(ε), κατευνάσθηκαν, κατευνασθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα κατευνάσω ➤ | θα κατευνάζομαι ➤ | θα κατευναστώ / κατευνασθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κατευνάζεις, … | θα κατευνάσεις, … | θα κατευνάζεσαι, … | θα κατευναστείς / κατευνασθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κατευνάσει έχω, έχεις, … κατευνασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … κατευναστεί / κατευνασθεί είμαι, είσαι, … κατευνασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κατευνάσει είχα, είχες, … κατευνασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … κατευναστεί / κατευνασθεί ήμουν, ήσουν, … κατευνασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κατευνάσει θα έχω, θα έχεις, … κατευνασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … κατευναστεί / κατευνασθεί θα είμαι, θα είσαι, … κατευνασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | κατεύναζε | κατεύνασε | — | κατευνάσου |
| 2 pl | κατευνάζετε | κατευνάστε | κατευνάζεστε | κατευναστείτε, κατευνασθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | κατευνάζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας κατευνάσει ➤ | κατευνασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | κατευνάσει | κατευναστεί, κατευνασθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- ακατεύναστος (akatévnastos)
- κατευνασμός m (katevnasmós)
- κατευναστικός (katevnastikós)
- κατευναστικά (katevnastiká, adverb)