περιτριγυρίζω
Greek
Etymology
Inherited from Byzantine Greek περιτριγυρίζω (peritrigurízō).[1] By surface analysis, περι- (peri-) + τριγυρίζω (trigyrízo).
Pronunciation
- IPA(key): /pe.ɾi.tɾi.ʝiˈɾi.zo/
- Hyphenation: πε‧ρι‧τρι‧γυ‧ρί‧ζω
Verb
p=past=περιτριγυρίστηκαPlease see Module:checkparams for help with this warning.
περιτριγυρίζω • (peritrigyrízo) (past περιτριγύρισα, passive περιτριγυρίζομαι, ppp περιτριγυρισμένος)
Conjugation
περιτριγυρίζω περιτριγυρίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | περιτριγυρίσω | περιτριγυρίζομαι | περιτριγυριστώ | |
| 2 sg | περιτριγυρίζεις | περιτριγυρίσεις | περιτριγυρίζεσαι | περιτριγυριστείς |
| 3 sg | περιτριγυρίζει | περιτριγυρίσει | περιτριγυρίζεται | περιτριγυριστεί |
| 1 pl | περιτριγυρίζουμε, [‑ομε] | περιτριγυρίσουμε, [‑ομε] | περιτριγυριζόμαστε | περιτριγυριστούμε |
| 2 pl | περιτριγυρίζετε | περιτριγυρίσετε | περιτριγυρίζεστε, περιτριγυριζόσαστε | περιτριγυριστείτε |
| 3 pl | περιτριγυρίζουν(ε) | περιτριγυρίσουν(ε) | περιτριγυρίζονται | περιτριγυριστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | περιτριγύριζα | περιτριγύρισα | περιτριγυριζόμουν(α) | περιτριγυρίστηκα |
| 2 sg | περιτριγύριζες | περιτριγύρισες | περιτριγυριζόσουν(α) | περιτριγυρίστηκες |
| 3 sg | περιτριγύριζε | περιτριγύρισε | περιτριγυριζόταν(ε) | περιτριγυρίστηκε |
| 1 pl | περιτριγυρίζαμε | περιτριγυρίσαμε | περιτριγυριζόμασταν, (‑όμαστε) | περιτριγυριστήκαμε |
| 2 pl | περιτριγυρίζατε | περιτριγυρίσατε | περιτριγυριζόσασταν, (‑όσαστε) | περιτριγυριστήκατε |
| 3 pl | περιτριγύριζαν, περιτριγυρίζαν(ε) | περιτριγύρισαν, περιτριγυρίσαν(ε) | περιτριγυρίζονταν, (περιτριγυριζόντουσαν) | περιτριγυρίστηκαν, περιτριγυριστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα περιτριγυρίσω ➤ | θα περιτριγυρίζομαι ➤ | θα περιτριγυριστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα περιτριγυρίζεις, … | θα περιτριγυρίσεις, … | θα περιτριγυρίζεσαι, … | θα περιτριγυριστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … περιτριγυρίσει έχω, έχεις, … περιτριγυρισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … περιτριγυριστεί είμαι, είσαι, … περιτριγυρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … περιτριγυρίσει είχα, είχες, … περιτριγυρισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … περιτριγυριστεί ήμουν, ήσουν, … περιτριγυρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … περιτριγυρίσει θα έχω, θα έχεις, … περιτριγυρισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … περιτριγυριστεί θα είμαι, θα είσαι, … περιτριγυρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | περιτριγύριζε | περιτριγύρισε | — | περιτριγυρίσου |
| 2 pl | περιτριγυρίζετε | περιτριγυρίστε | περιτριγυρίζεστε | περιτριγυριστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | περιτριγυρίζοντας ➤ | περιτριγυριζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας περιτριγυρίσει ➤ | περιτριγυρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | περιτριγυρίσει | περιτριγυριστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- περιτριγύρισμα n (peritrigýrisma)
Related terms
- περιτρίγυρα (peritrígyra)
- τριγυρίζω (trigyrízo)
- τριγύρω (trigýro)
References
- ^ περιτριγυρίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language