πληκτρολογώ
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek πλῆκτρον (plêktron, “the key (for playing a lyre)”), λόγος (lógos, “that which is said or thought, an account, explanation or narrative”).
Verb
πληκτρολογώ • (pliktrologó) (past πληκτρολόγησα, passive πληκτρολογούμαι)
Conjugation
πληκτρολογώ, πληκτρολογούμαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | πληκτρολογήσω | πληκτρολογούμαι | πληκτρολογηθώ | |
| 2 sg | πληκτρολογείς | πληκτρολογήσεις | πληκτρολογείσαι | πληκτρολογηθείς |
| 3 sg | πληκτρολογεί | πληκτρολογήσει | πληκτρολογείται | πληκτρολογηθεί |
| 1 pl | πληκτρολογούμε | πληκτρολογήσουμε, [-ομε] | πληκτρολογούμαστε | πληκτρολογηθούμε |
| 2 pl | πληκτρολογείτε | πληκτρολογήσετε | πληκτρολογείστε | πληκτρολογηθείτε |
| 3 pl | πληκτρολογούν(ε) | πληκτρολογήσουν(ε) | πληκτρολογούνται | πληκτρολογηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | πληκτρολογούσα | πληκτρολόγησα | [πληκτρολογούμουν(α)] | πληκτρολογήθηκα |
| 2 sg | πληκτρολογούσες | πληκτρολόγησες | [πληκτρολογούσουν(α)] | πληκτρολογήθηκες |
| 3 sg | πληκτρολογούσε | πληκτρολόγησε | πληκτρολογούνταν, {πληκτρολογείτο} | πληκτρολογήθηκε |
| 1 pl | πληκτρολογούσαμε | πληκτρολογήσαμε | πληκτρολογούμασταν, (‑ούμαστε) | πληκτρολογηθήκαμε |
| 2 pl | πληκτρολογούσατε | πληκτρολογήσατε | [πληκτρολογούσασταν, (‑ούσαστε)] | πληκτρολογηθήκατε |
| 3 pl | πληκτρολογούσαν(ε) | πληκτρολόγησαν, πληκτρολογήσαν(ε) | πληκτρολογούνταν, {πληκτρολογούντο} | πληκτρολογήθηκαν, πληκτρολογηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα πληκτρολογήσω ➤ | θα πληκτρολογούμαι ➤ | θα πληκτρολογηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα πληκτρολογείς, … | θα πληκτρολογήσεις, … | θα πληκτρολογείσαι, … | θα πληκτρολογηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … πληκτρολογήσει έχω, έχεις, … πληκτρολογημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … πληκτρολογηθεί είμαι, είσαι, … πληκτρολογημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … πληκτρολογήσει είχα, είχες, … πληκτρολογημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … πληκτρολογηθεί ήμουν, ήσουν, … πληκτρολογημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … πληκτρολογήσει θα έχω, θα έχεις, … πληκτρολογημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … πληκτρολογηθεί θα είμαι, θα είσαι, … πληκτρολογημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | πληκτρολόγησε | — | πληκτρολογήσου |
| 2 pl | πληκτρολογείτε | πληκτρολογήστε | πληκτρολογείστε | πληκτρολογηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | πληκτρολογώντας ➤ | πληκτρολογούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας πληκτρολογήσει ➤ | πληκτρολογημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | πληκτρολογήσει | πληκτρολογηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Coordinate terms
- δακτυλογραφώ (daktylografó, “to type”)
Related terms
- πληκτρολόγιο n (pliktrológio, “the keyboard”)
- πληκτρολόγηση f (pliktrológisi, “the action of typing, keying, the keystroke”)
- πλήκτρο n (plíktro, “the key”)