διαχύνω
Ancient Greek
Etymology
Later form of δῐᾰχέω (dĭăkhéō). (This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)
Pronunciation
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /di.aˈkʰy.no/
- (4th CE Koine) IPA(key): /ði.aˈçy.no/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /ði.aˈçy.no/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ði.aˈçi.no/
Verb
διαχύνω • (diakhúnō)
Inflection
| number | singular | dual | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| first | second | third | second | third | first | second | third | ||
| active | indicative | διαχύνω | διαχύνεις | διαχύνει | διαχύνετον | διαχύνετον | διαχύνομεν | διαχύνετε | διαχύνουσῐ(ν) |
| subjunctive | διαχύνω | διαχύνῃς | διαχύνῃ | διαχύνητον | διαχύνητον | διαχύνωμεν | διαχύνητε | διαχύνωσῐ(ν) | |
| optative | διαχύνοιμῐ | διαχύνοις | διαχύνοι | διαχύνοιτον | διαχυνοίτην | διαχύνοιμεν | διαχύνοιτε | διαχύνοιεν | |
| imperative | διάχυνε | διαχυνέτω | διαχύνετον | διαχυνέτων | διαχύνετε | διαχυνόντων | |||
| middle/ passive |
indicative | διαχύνομαι | διαχύνῃ / διαχύνει | διαχύνεται | διαχύνεσθον | διαχύνεσθον | διαχυνόμεθᾰ | διαχύνεσθε | διαχύνονται |
| subjunctive | διαχύνωμαι | διαχύνῃ | διαχύνηται | διαχύνησθον | διαχύνησθον | διαχυνώμεθᾰ | διαχύνησθε | διαχύνωνται | |
| optative | διαχυνοίμην | διαχύνοιο | διαχύνοιτο | διαχύνοισθον | διαχυνοίσθην | διαχυνοίμεθᾰ | διαχύνοισθε | διαχύνοιντο | |
| imperative | διαχύνου | διαχυνέσθω | διαχύνεσθον | διαχυνέσθων | διαχύνεσθε | διαχυνέσθων | |||
| active | middle/passive | ||||||||
| infinitive | διαχύνειν | διαχύνεσθαι | |||||||
| participle | m | διαχύνων | διαχυνόμενος | ||||||
| f | διαχύνουσᾰ | διαχυνομένη | |||||||
| n | διαχῦνον | διαχυνόμενον | |||||||
| number | singular | dual | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| first | second | third | second | third | first | second | third | ||
| active | indicative | διέχυνον | διέχυνες | διέχυνε(ν) | διεχύνετον | διεχυνέτην | διεχύνομεν | διεχύνετε | διέχυνον |
| middle/ passive |
indicative | διεχυνόμην | διεχύνου | διεχύνετο | διεχύνεσθον | διεχυνέσθην | διεχυνόμεθᾰ | διεχύνεσθε | διεχύνοντο |
| number | singular | dual | plural | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| first | second | third | second | third | first | second | third | ||
| active | indicative | διαχύσω | διαχύσεις | διαχύσει | διαχύσετον | διαχύσετον | διαχύσομεν | διαχύσετε | διαχύσουσῐ(ν) |
| optative | διαχύσοιμῐ | διαχύσοις | διαχύσοι | διαχύσοιτον | διαχυσοίτην | διαχύσοιμεν | διαχύσοιτε | διαχύσοιεν | |
| middle | indicative | διαχύσομαι | διαχύσῃ / διαχύσει | διαχύσεται | διαχύσεσθον | διαχύσεσθον | διαχυσόμεθᾰ | διαχύσεσθε | διαχύσονται |
| optative | διαχυσοίμην | διαχύσοιο | διαχύσοιτο | διαχύσοισθον | διαχυσοίσθην | διαχυσοίμεθᾰ | διαχύσοισθε | διαχύσοιντο | |
| active | middle | ||||||||
| infinitive | διαχύσειν | διαχύσεσθαι | |||||||
| participle | m | διαχύσων | διαχυσόμενος | ||||||
| f | διαχύσουσᾰ | διαχυσομένη | |||||||
| n | διαχῦσον | διαχυσόμενον | |||||||
Further reading
- διαχύνω in the Diccionario Griego–Español en línea (2006–2025)
Greek
Alternative forms
- διαχέω (diachéo) (more formal but common)
Etymology
From διαχέω (diachéo) with metaplasm according to the pattern χέω (khéō) > χύνω (khúnō).
Pronunciation
- IPA(key): /ðʝaˈçi.no/, /ði̯aˈçi.no/
- Hyphenation: δια‧χύ‧νω
- Old Hyphenation: δι‧α‧χύ‧νω
Verb
διαχύνω • (diachýno) (past διέχυσα, passive διαχύνομαι, p‑past διαχύθηκα, ppp διαχυμένος)
- less formal variant of διαχέω (diachéo)
Conjugation
διαχύνω διαχύνομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | διαχύσω | διαχύνομαι | διαχυθώ | |
| 2 sg | διαχύνεις | διαχύσεις | διαχύνεσαι | διαχυθείς |
| 3 sg | διαχύνει | διαχύσει | διαχύνεται | διαχυθεί |
| 1 pl | διαχύνουμε, [‑ομε] | διαχύσουμε, [‑ομε] | διαχυνόμαστε | διαχυθούμε |
| 2 pl | διαχύνετε | διαχύσετε | διαχύνεστε, διαχυνόσαστε | διαχυθείτε |
| 3 pl | διαχύνουν(ε) | διαχύσουν(ε) | διαχύνονται | διαχυθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | διέχυνα | διέχυσα | διαχυνόμουν(α) | διαχύθηκα |
| 2 sg | διέχυνες | διέχυσες | διαχυνόσουν(α) | διαχύθηκες |
| 3 sg | διέχυνε | διέχυσε | διαχυνόταν(ε) | διαχύθηκε |
| 1 pl | διαχύναμε | διαχύσαμε | διαχυνόμασταν, (‑όμαστε) | διαχυθήκαμε |
| 2 pl | διαχύνατε | διαχύσατε | διαχυνόσασταν, (‑όσαστε) | διαχυθήκατε |
| 3 pl | διέχυναν, διαχύναν(ε) | διέχυσαν, διαχύσαν(ε) | διαχύνονταν, (διαχυνόντουσαν) | διαχύθηκαν, διαχυθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα διαχύσω ➤ | θα διαχύνομαι ➤ | θα διαχυθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαχύνεις, … | θα διαχύσεις, … | θα διαχύνεσαι, … | θα διαχυθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαχύσει | έχω, έχεις, … διαχυθεί είμαι, είσαι, … διαχυμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαχύσει | είχα, είχες, … διαχυθεί ήμουν, ήσουν, … διαχυμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαχύσει | θα έχω, θα έχεις, … διαχυθεί θα είμαι, θα είσαι, … διαχυμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | διάχυνε | διάχυσε | — | διαχύσου |
| 2 pl | διαχύνετε | διαχύστε | διαχύνεστε | διαχυθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | διαχύνοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας διαχύσει ➤ | διαχυμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | διαχύσει | διαχυθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Further reading
- διαχύνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language