κατηγορώ
See also: κατηγορῶ and κατήγορο
Greek
Etymology
From Ancient Greek κατηγορῶ (katēgorô), a contracted form of κατηγορέω (katēgoréō).
Pronunciation
- IPA(key): /ka.ti.ɣoˈɾo/
- Hyphenation: κα‧τη‧γο‧ρώ
Verb
κατηγορώ • (katigoró) (past κατηγόρησα, passive κατηγορούμαι, p‑past κατηγορήθηκα, ppp κατηγορημένος)
Conjugation
κατηγορώ, κατηγορούμαι (passive forms, rare)
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | , (κατηγοράω1) | κατηγορήσω | κατηγορούμαι | κατηγορηθώ |
| 2 sg | κατηγορείς, (κατηγοράς) | κατηγορήσεις | κατηγορείσαι | κατηγορηθείς |
| 3 sg | κατηγορεί, (κατηγοράει) | κατηγορήσει | κατηγορείται | κατηγορηθεί |
| 1 pl | κατηγορούμε | κατηγορήσουμε, [-ομε] | κατηγορούμαστε, {κατηγορούμεθα} | κατηγορηθούμε |
| 2 pl | κατηγορείτε | κατηγορήσετε | κατηγορείστε, {κατηγορείσθε} | κατηγορηθείτε |
| 3 pl | κατηγορούν(ε), κατηγοράν(ε) | κατηγορήσουν(ε) | κατηγορούνται | κατηγορηθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | κατηγορούσα | κατηγόρησα | [κατηγορούμουν]1 | κατηγορήθηκα |
| 2 sg | κατηγορούσες | κατηγόρησες | [κατηγορούσουν]1 | κατηγορήθηκες |
| 3 sg | κατηγορούσε | κατηγόρησε | κατηγορούνταν, {(ε)κατηγορείτο} | κατηγορήθηκε |
| 1 pl | κατηγορούσαμε | κατηγορήσαμε | κατηγορούμασταν, (‑ούμαστε) | κατηγορηθήκαμε |
| 2 pl | κατηγορούσατε | κατηγορήσατε | [κατηγορούσασταν, (‑ούσαστε)] | κατηγορηθήκατε |
| 3 pl | κατηγορούσαν(ε) | κατηγόρησαν, κατηγορήσαν(ε) | κατηγορούνταν, {(ε)κατηγορούντο} | κατηγορήθηκαν, κατηγορηθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα κατηγορήσω ➤ | θα κατηγορούμαι ➤ | θα κατηγορηθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κατηγορείς, … | θα κατηγορήσεις, … | θα κατηγορείσαι, … | θα κατηγορηθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κατηγορήσει έχω, έχεις, … κατηγορημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … κατηγορηθεί είμαι, είσαι, … κατηγορημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κατηγορήσει είχα, είχες, … κατηγορημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … κατηγορηθεί ήμουν, ήσουν, … κατηγορημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κατηγορήσει θα έχω, θα έχεις, … κατηγορημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … κατηγορηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κατηγορημένος , ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | — | κατηγόρησε | — | κατηγορήσου |
| 2 pl | κατηγορείτε | κατηγορήστε | κατηγορείστε, {κατηγορείσθε} | κατηγορηθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | κατηγορώντας ➤ | κατηγορούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας κατηγορήσει ➤ | κατηγορημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | κατηγορήσει | κατηγορηθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
1. The -άω second forms with -α- are colloquial and rare for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- αιτιάζομαι (aitiázomai)
- αιτιώμαι (aitiómai)
Related terms
- and see: κατήγορος m or f (katígoros, “plaintiff”)
- αλληλοκατηγορία f (allilokatigoría, “recrimination”)
- αυτοκατηγορούμαι (aftokatigoroúmai, “accuse one's self”)
- κατηγόρημα n (katigórima, “predicate”)
- κατηγορία f (katigoría, “accusation”)
- κατηγορουμένη f (katigorouméni, “accused, person charged”)
- κατηγορούμενο n (katigoroúmeno, “predicative”, noun)
References
- κατηγορώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language