προμηθεύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.miˈθe.vo/
- Hyphenation: προ‧μη‧θεύ‧ω
Verb
προμηθεύω • (promithévo) (past προμήθευσα/προμήθεψα, passive προμηθεύομαι, p‑past προμηθεύθηκα/προμηθεύτηκα)
- to provide, supply
- Η οργάνωση προμήθευε καθαρό νερό στα παιδιά για δεκαετίες.
- I orgánosi promítheve katharó neró sta paidiá gia dekaetíes.
- The organisation provided clean water to the children for decades.
Conjugation
προμηθεύω προμηθεύομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | προμηθεύσω, προμηθέψω | προμηθεύομαι | προμηθευτώ, προμηθευθώ | |
| 2 sg | προμηθεύεις | προμηθεύσεις, προμηθέψεις | προμηθεύεσαι | προμηθευτείς, προμηθευθείς |
| 3 sg | προμηθεύει | προμηθεύσει, προμηθέψει | προμηθεύεται | προμηθευτεί, προμηθευθεί |
| 1 pl | προμηθεύουμε, [‑ομε] | προμηθεύσουμε, [‑ομε], προμηθέψουμε, [‑ομε] | προμηθευόμαστε | προμηθευτούμε, προμηθευθούμε |
| 2 pl | προμηθεύετε | προμηθεύσετε, προμηθέψετε | προμηθεύεστε, προμηθευόσαστε | προμηθευτείτε, προμηθευθείτε |
| 3 pl | προμηθεύουν(ε) | προμηθεύσουν(ε), προμηθέψουν(ε) | προμηθεύονται | προμηθευτούν(ε), προμηθευθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | προμήθευα | προμήθευσα, προμήθεψα | προμηθευόμουν(α) | προμηθεύτηκα, προμηθεύθηκα |
| 2 sg | προμήθευες | προμήθευσες, προμήθεψες | προμηθευόσουν(α) | προμηθεύτηκες, προμηθεύθηκες |
| 3 sg | προμήθευε | προμήθευσε, προμήθεψε | προμηθευόταν(ε) | προμηθεύτηκε, προμηθεύθηκε |
| 1 pl | προμηθεύαμε | προμηθεύσαμε, προμηθέψαμε | προμηθευόμασταν, (‑όμαστε) | προμηθευτήκαμε, προμηθευθήκαμε |
| 2 pl | προμηθεύατε | προμηθεύσατε, προμηθέψατε | προμηθευόσασταν, (‑όσαστε) | προμηθευτήκατε, προμηθευθήκατε |
| 3 pl | προμήθευαν, προμηθεύαν(ε) | προμήθευσαν, προμηθεύσαν(ε), προμήθεψαν | προμηθεύονταν, (προμηθευόντουσαν) | προμηθεύτηκαν, προμηθευτήκαν(ε), προμηθεύθηκαν, προμηθευθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα προμηθεύσω / προμηθέψω ➤ | θα προμηθεύομαι ➤ | θα προμηθευτώ / προμηθευθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προμηθεύεις, … | θα προμηθεύσεις / προμηθέψεις, … | θα προμηθεύεσαι, … | θα προμηθευτείς / προμηθευθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προμηθεύσει / προμηθέψει | έχω, έχεις, … προμηθευτεί / προμηθευθεί | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προμηθεύσει / προμηθέψει | είχα, είχες, … προμηθευτεί / προμηθευθεί | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προμηθεύσει / προμηθέψει | θα έχω, θα έχεις, … προμηθευτεί / προμηθευθεί | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | προμήθευε | προμήθευσε, προμήθεψε / προμήθευ' 1 | — | προμηθεύσου, προμηθέψου |
| 2 pl | προμηθεύετε | προμηθεύστε, προμηθέψτε / προμηθεύτε2 | προμηθεύεστε | προμηθευτείτε, προμηθευθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | προμηθεύοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας προμηθεύσει / προμηθέψει ➤ | [προμηθευμένος, ‑η, ‑o] ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | προμηθεύσει, προμηθέψει | προμηθευτεί, προμηθευθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. προμήθευ' τον ("provide him!"). 2. Colloquial. • Forms with -ευσ-, -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- απρομήθευτος (apromítheftos, “lacking provisions, unprovided”)
- προμηθέας m (promithéas, “like Prometheus”), Προμηθέας m (Promithéas, “Prometheus”) & related words
- προμήθεια f (promítheia, “supply, provisions”)
- προμηθευτής m (promitheftís, “provider”)
- προμηθευτικός (promitheftikós, “providing”)
See also
- The ancient adjective προμηθής (promēthḗs, “forethinking, provident”) and verb μανθάνω (manthánō, “learn”).