ενοικιάζω
Greek
Alternative forms
- νοικιάζω (noikiázo) (informal)
Etymology
Learned borrowing from Byzantine Greek ενοικιάζω (enoikiázō, “to rent out”). By surface analysis, ενοίκι(ο) (enoíki(o), “rent”) + -άζω (-ázo).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /e.ni.ciˈa.zo/ - compare to νοικιάζω (noikiázo)
- Hyphenation: ε‧νοι‧κι‧ά‧ζω
Verb
ενοικιάζω • (enoikiázo) (past ενοικίασα, passive ενοικιάζομαι, p‑past ενοικιάστηκα/ενοικιάσθηκα, ppp ενοικιασμένος)
- to rent out, to rent (as owner: to grant a lease in return for rent)
- to rent (as tenant: to take a lease of premises in exchange for rent)
Conjugation
Compare to the conjugation of the informal synonym νοικιάζω (noikiázo)
ενοικιάζω ενοικιάζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | ενοικιάσω | ενοικιάζομαι | ενοικιαστώ, ενοικιασθώ | |
| 2 sg | ενοικιάζεις | ενοικιάσεις | ενοικιάζεσαι | ενοικιαστείς, ενοικιασθείς |
| 3 sg | ενοικιάζει | ενοικιάσει | ενοικιάζεται | ενοικιαστεί, ενοικιασθεί |
| 1 pl | ενοικιάζουμε, [‑ομε] | ενοικιάσουμε, [‑ομε] | ενοικιαζόμαστε | ενοικιαστούμε, ενοικιασθούμε |
| 2 pl | ενοικιάζετε | ενοικιάσετε | ενοικιάζεστε, ενοικιαζόσαστε | ενοικιαστείτε, ενοικιασθείτε |
| 3 pl | ενοικιάζουν(ε) | ενοικιάσουν(ε) | ενοικιάζονται | ενοικιαστούν(ε), ενοικιασθούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | ενοικίαζα | ενοικίασα | ενοικιαζόμουν(α) | ενοικιάστηκα, ενοικιάσθηκα |
| 2 sg | ενοικίαζες | ενοικίασες | ενοικιαζόσουν(α) | ενοικιάστηκες, ενοικιάσθηκες |
| 3 sg | ενοικίαζε | ενοικίασε | ενοικιαζόταν(ε) | ενοικιάστηκε, ενοικιάσθηκε |
| 1 pl | ενοικιάζαμε | ενοικιάσαμε | ενοικιαζόμασταν, (‑όμαστε) | ενοικιαστήκαμε, ενοικιασθήκαμε |
| 2 pl | ενοικιάζατε | ενοικιάσατε | ενοικιαζόσασταν, (‑όσαστε) | ενοικιαστήκατε, ενοικιασθήκατε |
| 3 pl | ενοικίαζαν, ενοικιάζαν(ε) | ενοικίασαν, ενοικιάσαν(ε) | ενοικιάζονταν, (ενοικιαζόντουσαν) | ενοικιάστηκαν, ενοικιαστήκαν(ε), ενοικιάσθηκαν, ενοικιασθήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα ➤ | θα ενοικιάσω ➤ | θα ενοικιάζομαι ➤ | θα ενοικιαστώ / ενοικιασθώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ενοικιάζεις, … | θα ενοικιάσεις, … | θα ενοικιάζεσαι, … | θα ενοικιαστείς / ενοικιασθείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ενοικιάσει έχω, έχεις, … ενοικιασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ενοικιαστεί / ενοικιασθεί είμαι, είσαι, … ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ενοικιάσει είχα, είχες, … ενοικιασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ενοικιαστεί / ενοικιασθεί ήμουν, ήσουν, … ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ενοικιάσει θα έχω, θα έχεις, … ενοικιασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ενοικιαστεί / ενοικιασθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | ενοικίαζε | ενοικίασε | — | ενοικιάσου |
| 2 pl | ενοικιάζετε | ενοικιάστε | ενοικιάζεστε | ενοικιαστείτε, ενοικιασθείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | ενοικιάζοντας ➤ | ενοικιαζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας ενοικιάσει ➤ | ενοικιασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | ενοικιάσει | ενοικιαστεί, ενοικιασθεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• The forms with -σθ- are formal or dated. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- ενοικίαση f (enoikíasi)
- ενοικιαστήριος (enoikiastírios)
- ενοικιαστής m (enoikiastís), ενοικιάστρια f (enoikiástria)
Related terms
- see: ένοικος m or f (énoikos, “resident”)
References
- ^ ενοικιάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language