-ό-
Greek
Interfix
-ό-
• (
-ó-
)
alternative form of
-ο-
(
-o-
)
Derived terms
Greek terms interfixed with -ό-
βροχόπτωση
διαστημόπλοιο
ελιόψωμο
θεατρόφιλος
ιππόδρομος
καλαμποκόψωμο
κλειδαρότρυπα
κοτόπιτα
κουκλόσπιτο
κουμπότρυπα
κριθαρόψωμο
κωμόπολη
μεγαλόφωνος
μουνόπανο
μουνότριχα
μουνότρυπα
μουνόψειρα
ξερόψωμο
οδόφραγμα
πατσαβουρόπιτα
ποδαρόδρομος
πορτοκαλόπιτα
πρασόπιτα
σκορδόψωμο
σπιτόγατος
σταφιδόψωμο
σφουγγαρόπανο
τριχόπτωση
τροχόσπιτο
υψηλόβαθμος
φανουρόπιτα
φοινικόδασος
χαζό-
χαμό-
χειρόφρενο
χιονόπτωση
χριστόψωμο
χυλόπιτα
ψαρό-
ψιλό-
Greek terms interfixed with -ο-
αβγοειδής
αβγοθήκη
αγγλοφιλία
αγοροφέρνω
αδαμαντοπωλείο
αιγο-
αισιόδοξος
ακοομετρία
ακοόμετρο
αμαξοστοιχία
αναβοσβήνω
ανεβοκατεβάζω
ανεβοκατεβαίνω
ανοιγοκλείνω
απλοποίηση
αριθμομηχανή
αρχειοθήκη
αρχικοποίηση
αστεροσκοπείο
αστυνομοκρατία
αυτοκινητοβιομηχανία
αυτοκινητοπομπή
βελτιστοποίηση
βελτιστοποιώ
βιβλιοθήκη
βρακοζώνα
βραχονησίδα
γαντοφορεμένος
γενναιόδωρος
γνωστοποιώ
δαιμονοποίηση
δαιμονοποιώ
δασολογία
δασοφύλακας
δαφνόφυλλο
δειγματοληπτικός
δειγματοληψία
διαφοροποιώ
διεθνολόγος
διπλοσάγονο
δοσολογία
δραστηριοποιώ
εδωδιμοπωλείο
εικονογράφος
ενεργοποίηση
ενεργοποιώ
εννοιολογικός
ενοποιώ
εξουσιοδοτώ
επιπλοποιείο
εργαλειοθήκη
ερωτοδουλειά
ευνοιοκρατία
εχθροπραξία
ζημιογόνος
ζυθοποιείο
ηδονοβλεψίας
ηλιόσπορος
θαλασσοταραχή
θεοποιώ
θυροτηλέφωνο
ιατροδικαστής
ιματιοθήκη
ιπποδρόμιο
καρεκλοκένταυρος
καρκινογόνος
καστανοκόκκινος
κινητοποιώ
κλαρινογαμπρός
κλειδάριθμος
κλινοσκέπασμα
κοινωνικοοικονομικός
κοινωνιολογία
κοσμηματοπωλείο
κρεβατοκάμαρα
κυνηγόσκυλο
κωδωνοκρούστης
κωδωνοστάσιο
λειψανοθήκη
λεπτοδείκτης
ετυμολογία
μαξιλαροθήκη
μαραθωνοδρόμος
μασκοφόρος
μαχαιροπήρουνο
μαχαιροπίρουνο
μηχανοποίητος
μουνοπαγίδα
μυγοσκοτώστρα
μυθοπλασία
νοικοκύρης
τροχονόμος
νυχοκόπτης
ξενοδοχοϋπάλληλος
οικονομολόγος
ολοήμερος
ομαδοποίηση
ομαδοποιώ
ορολογία
ορόσημο
ουρανικοποίηση
παγκοσμιοποίηση
παγοδρόμος
πανικοβάλλω
παπλωματοθήκη
παρασημοφορώ
πατριδογνωσία
πειραματόζωο
πινακοθήκη
πλακομούνι
ποδηλατοδρομία
ποδηλατοδρόμιο
ποδηλατοδρόμος
κινεζοποίηση
πραγματοποίηση
πραγματοποιώ
πτωχοκομείο
πυκνοκατοικημένος
πυρο-
Σαββατοκύριακο
σεισμολογία
σεναριογράφος
σκουπιδοτενεκές
σκυταλοδρομία
στεγνοκαθαριστήριο
συμβολομεταφραστής
συνταγογραφία
τακτοποιώ
ταραχοποιός
ταχτοποιώ
τεκνοποίηση
τελειομανής
τελειομανία
τελειοποιώ
τεχνογνωσία
τιμοκατάλογος
τιμολόγιο
τραπεζομάντηλο
τραπεζομάντιλο
τυροκαυτερή
τυχοδιώκτης
υπνοβάτης
υπνοδωμάτιο
υφαλοκρηπίδα
φτωχομάνα
χαζο-
χαλκο-
χαμο-
χαραμοφάης
χαρμολύπη
χιονοθύελλα
χρησιμοποιώ
χτεσινοβραδινός
χυλοπίτα
ψαρο-
ψηφοδέλτιο
ψηφοδόχος
ψιλο-
ωροδείκτης