διά-
See also:
διά
,
Δία
,
δια-
,
and
Appendix:Variations of "dia"
Greek
Prefix
διά-
• (
diá-
)
identical form of
δια-
(
dia-
)
with accent
διά-
(
diá-
)
+
δρόμος
(
drómos
,
“
way
”
)
→
διάδρομος
(
diádromos
,
“
corridor
”
)
Derived terms
Greek terms prefixed with διά-
διάδρομος
διαφημίζω
Greek terms prefixed with δια-
διαγωνίζομαι
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβεβαιώνω
διαβάζω
διαβλέπω
διαγράφω
διαδανεισμός
διαδέχομαι
διαδηλώνω
διαλελυμένος
διαμοιράζω
διαμορφώνω
διαπρέπω
διαδραστικός
ενδιατρίβω
διαθλώ
διακατέχω
διακήρυξη
διακινδυνεύω
διακινώ
διακόπτω
διακοσμώ
διαλέγω
διαλογίζομαι
διαλυμένος
διαλύω
διαμέρισμα
διαμηνύω
διανέμω
διαπιστώνω
διαπλέω
διαπροσωπικός
διαρρυθμίζω
διασκεδάζω
διασκελίζω
διασκέπτομαι
διασκευή
διασπώ
διασταυρώνω
διαστρεβλώνω
συνδιασκέπτομαι
διασυνοριακός
διασχίζω
διασωλήνωση
διαταγή
διατηρώ
διατρέφω
διατροφή
διατυπώνω
ενδιαφέρω
διαφωνώ
διαφωτίζω
διαχέω
διαχωρίζω
διαψεύδω